ια αναμέτρηση με τον εαυτό μας, μια αναμέτρηση με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αλλά και με τη συνείδησή μας, είναι η νουβέλα «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» («Α Christmas Carol») του Τσαρλς Ντίκενς (Charles Dickens, 1812-1870). Πρωτοδημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 1843. Πρόκειται για ένα παραμύθι για μεγάλους και μικρούς, δοσμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να λειτουργεί σε πολλά επίπεδα. Ανάμεσα στο καλό και το κακό, ανάμεσα στην αθωότητα και την ενοχή, οι ήρωες του Ντίκενς συνθέτουν μια τοιχογραφία ζωής. Κεντρικό πρόσωπο είναι η κορυφαία μορφή του Σκρουτζ, αυτό το διαχρονικό σύμβολο παραξενιάς, τσιγκουνιάς και απανθρωπιάς.
Η νουβέλα πραγματεύεται τη μεταστροφή του Σκρουτζ: επηρεασμένος από τη μεταφυσική επίσκεψη του συνεταίρου του Τζέικομπ Μάρλεϊ και των τριών φαντασμάτων των Χριστουγέννων, επιχειρεί να αλλάξει. Και τα καταφέρνει.
Από τους σημαντικότερους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Ντίκενς γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας και αρχικά ξεχώρισε ως επιστολογράφος. Το πνεύμα και η γραφή του τον ενέταξαν από νωρίς στους κορυφαίους όχι μόνο της εποχής του αλλά και του 20ού αιώνα. Σ’ αυτόν χρωστάμε μερικούς από τους πλέον γνωστούς και γοητευτικούς χαρακτήρες, ανάμεσά τους ο Ολιβερ Τουίστ και ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Η μεταφορά της «Χριστουγεννιάτικης ιστορίας» σε μουσική παράσταση από το Εθνικό Θέατρο θα μπορούσε να είναι μια επικίνδυνη απόπειρα. Το μιούζικαλ είναι είδος απαιτητικό, πολλώ δε μάλλον όταν επιλέγει μια τόσο γνωστή και αγαπημένη ιστορία. Εχοντας στα χέρια του τη θεατρική διασκευή του Τζακ Θορ στη μετάφραση του έμπειρου Γιώργου Δεπάστα, ο Γιάννης Μόσχος, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, προχώρησε σε μια νέα δική του σκηνική μεταφορά. Ωστόσο αυτή η «Ιστορία» δεν θα μπορούσε να φτάσει στον στόχο της χωρίς το βασικό της συστατικό, τη μουσική.
Ο Θοδωρής Οικονόμου, μουσικός κλασικής παιδείας και συνθέτης μεγάλης ευαισθησίας, γνώριμος στο ευρύτερο κοινό από την «Οδύσσεια» του Μπομπ Ουίλσον (Εθνικό Θέατρο) αλλά και τα πρόσφατα «Μαθήματα Πολέμου» του Δημήτρη Λιγνάδη, αποδείχτηκε καθοριστική επιλογή. «Διάβασε» το κείμενο και το «μετέφρασε» μουσικά μέσα από ένα ολοκληρωμένο έργο. Οι μουσικές του δεν λειτούργησαν συνοδευτικά, αλλά δικαίωσαν τον τίτλο του μιούζικαλ που δόθηκε στην παράσταση.
Το στήσιμο του Γιάννη Μόσχου, μέσα στο καλαίσθητο σκηνικό της Τίνας Τζόκα, με τα μεγάλα σπίτια – ανάμεσα σε κουκλόσπιτα και σε μπισκοτόσπιτα -, κατάφερε να ζωντανέψει μια ολόκληρη πολιτεία. Η παράσταση διακρίνεται για το υψηλό της γούστο, παραπέμποντας, κυρίως με τα κοστούμια, στις κλασικές ταινίες κινουμένων σχεδίων του Ντίσνεϊ.
Με μια διανομή πίσω από την οποία φαίνεται πως έγινε δουλειά, ο πολυάριθμος θίασος (είκοσι ηθοποιοί συνολικά) μπαινόβγαινε στους ρόλους του με λιτότητα και αίσθημα. Και αποδείχθηκε ικανός να υπηρετήσει το δύσκολο είδος του μιούζικαλ.
Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς ερμήνευσε τον Σκρουτζ ενσωματώνοντας την αντίστοιχη ψυχική κατάσταση του ήρωά του: ακολούθησε βήμα βήμα τη μεταστροφή τού γεροπαράξενου αυτού τσιγκούνη, σαν να πρόκειται για τον ίδιο… Ευφυής στο παίξιμό του ο Χρήστος Στέργιογλου ως Μάρλεϊ.