Αν ο ιστορικός του μέλλοντος καλούνταν να περιγράψει δύο από τις χαρακτηριστικές τάσεις της εποχής μας, θα περιέγραφε ανθρώπους που δύσκολα σηκώνονται από τον καναπέ τους αφήνοντας στη μέση τις αγαπημένες τους  τηλεοπτικές σειρές και αναζητούν απαντήσεις στα ερωτήματα που τους απασχολούν. Οχι ανάμεσα στα άτομα του περιβάλλοντός τους, αλλά στο αχανές σύμπαν του Διαδικτύου. Την εκτίμηση αγνώστων περιμένουν σχετικά με το αν τελικά θα χαμογελάσει ο πρωταγωνιστής της σειράς «Bodyguard» ή αν υπάρχει περίπτωση ο Luther – της ομώνυμης αγγλικής σειράς – να ανοίξει μια πόρτα χωρίς να την κλωτσήσει. Και δεν θα παρέλειπε ο ιστορικός βεβαίως να συνδυάσει τις παρατηρήσεις του αυτές με την κατακόρυφη αύξηση των εγγραφών στα συνδρομητικά τηλεοπτικά κανάλια, την εκτόξευση των προϋπολογισμών, το γεγονός ότι οι πρωτότυπες σειρές είναι περισσότερες από ποτέ και ότι η τεχνολογία δίνει τη δυνατότητα στον τηλεθεατή να παρακολουθήσει ό,τι θέλει τη στιγμή που το θέλει.

Αλλά θα πρέπει να απαντήσει και στο ερώτημα: τελικά πώς φτάσαμε ώς εδώ; «Η έλευση του Διαδικτύου είναι εκείνη που είχε ως αποτέλεσμα την πρόσβαση σε ευρύτερο περιεχόμενο» λέει στην «Γκάρντιαν» ο Πιρς Βέγκνερ, υπεύθυνος για τις σειρές του BBC. «Η εποχή της ψηφιακής πλατφόρμας και του περιεχομένου κατά παραγγελία έχει οδηγήσει σε μια παγκόσμια αγορά την αγγλόφωνη τηλεόραση. Τα τελευταία πέντε – έξι χρόνια ωστόσο η κατάσταση άρχισε να απογειώνεται, που σημαίνει ότι τεράστια χρηματικά ποσά πλέον επενδύονται στον τομέα των βρετανικών σειρών. Το δε κοινό είναι τεράστιο».

Οι αριθμοί είναι όντως εντυπωσιακοί. Το τελευταίο τρίμηνο του 2018 το Netflix έφτασε τους 139 εκατ. συνδρομητές παγκοσμίως. Στο μεταξύ πέρυσι το BBC – το οποίο λογίζεται σαν ο Δαβίδ μπροστά στο… Netflix – γνώρισε απρόσμενη επιτυχία, με το «Bodyguard» και το «Killing Eve» να έχουν 43 εκατ. αιτήματα εκάστη σειρά στο iPlayer, ενώ το πρώτο αναδείχθηκε παράλληλα και η δραματική σειρά με τη μεγαλύτερη τηλεθέαση από το 2006, με 17,1 εκατ. θεατές να παρακολουθούν το φινάλε της. Αξιοσημείωτο είναι δε το γεγονός ότι τέτοιου τύπου σειρές έχουν καταφέρει να κερδίσουν και τους κριτικούς, κάτι που σημαίνει ή ότι ο πήχης έχει κατέβει πολύ χαμηλά ή ότι η τηλεόραση παρουσιάζει σοβαρές ενδείξεις βελτίωσης.

Υπέρ της δεύτερης εκδοχής τάσσεται η Λίζα ΜακΓκι, σεναριογράφος της δραματικής κωμωδίας «Derry Girls», η οποία προβάλλεται στο Channel 4. «Μου αρέσει να γράφω για την τηλεόραση διότι μπορώ να κάνω πολλά με τους χαρακτήρες που δημιουργώ σε 20 ώρες. Είναι ό,τι συνέβαινε πριν από έναν αιώνα με τα μυθιστορήματα. Οταν άρχισα να γράφω πριν από 11 χρόνια, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Η υπόθεση έπρεπε να προσαρμόζεται σε ένα επεισόδιο και να εστιάζει σε ένα θέμα. Ηταν πολύ τυποποιημένο. Τώρα κανείς δεν φοβάται ότι το κοινό δεν θα καταλάβει».

ΑΡΧΗ ΜΕ «SOPRANOS». Για να συνειδητοποιήσουμε πώς φτάσαμε στη χρυσή σημερινή εποχή της μικρής οθόνης, θα πρέπει να γυρίσουμε τον χρόνο μία εικοσαετία πίσω, την εποχή που κάνουν πρεμιέρα οι «Sopranos» στο HBO, εκτιμά η Λίζα ΜακΓκι. «Αλλαξε τους όρους του παιχνιδιού προβάλλοντας ένα προϊόν που απευθυνόταν σε ένα κοινό ευφυές που αγαπά την πολυπλοκότητα». Ακολούθησαν ανάλογου επιπέδου τηλεοπτικές παραγωγές όπως το «Wire» και το «Game of Thrones» στο συγκεκριμένο δίκτυο, αλλά και μεγάλες επιτυχίες σε άλλα όπως η «Δυτική Πτέρυγα», το «Mad Men» και το «Lost» που καλλιέργησαν τη βουλιμική διάθεση κατανάλωσης τηλεοπτικών σειρών. Κι αν το HBO απέδειξε τι θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από μια αλληλουχία φιλόδοξων και γενναία χρηματοδοτούμενων παραγωγών, το Netflix άλλαξε τα δεδομένα επιτρέποντας μια πιο φιλική προσέγγιση στον θεατή, ο οποίος μπορούσε να δει ό,τι τον ενδιέφερε όποτε ήθελε και σε όποια συσκευή είχε διαθέσιμη. Οι εξελίξεις αυτές έχουν οδηγήσει σε μια πυρετώδη ανάθεση παραγωγών με μεγάλους προϋπολογισμούς. Το Netflix διέθεσε 13 δισ. δολάρια για το πρόγραμμά του το 2018, τα περισσότερα εκ των οποίων αφορούσαν νέες παραγωγές. Και από την πλευρά του το BBC υποστηρίζει ότι η αύξηση του προϋπολογισμού του προς την ίδια κατεύθυνση κρίνεται ικανοποιητική, χωρίς ωστόσο να δίνονται στη δημοσιότητα πιο συγκεκριμένα στοιχεία.

Η αίσθηση της ευρύτερης γκάμας επιλογών αλλά και του πειραματισμού που επικρατεί στα τηλεοπτικά πλατό έχει λειτουργήσει ως θέλγητρο ώστε να υποκύψουν στις τηλεοπτικές σειρήνες ουκ ολίγοι αστέρες του Χόλιγουντ, μεταξύ των οποίων οι Τζούλια Ρόμπερτς, Γουινόνα Ράιντερ, Νικόλ Κίντμαν και Ρις Γουίδερσπουν. Κι αν οι δυνατότητες – καλλιτεχνικές και οικονομικές – που προσφέρει η τηλεόραση υποδαυλίζουν τις φιλοδοξίες συγγραφέων και ηθοποιών, τι γίνεται με το κοινό; Οι επιλογές είναι αναρίθμητες και αυτό κάνει τη δουλειά πίσω από τις κάμερες ιδιαιτέρως απαιτητική καθώς το αποτέλεσμα θα πρέπει να έχει αντίκτυπο σε έναν στίβο άγριο και ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό. «Αν καταφέρεις να συναντηθείς με το κοινό, έχεις περάσει και το τελευταίο εμπόδιο» λένε όσοι γνωρίζουν τη συγκεκριμένη αγορά.

Οι μεγαλύτερες προκλήσεις ωστόσο φαίνεται πως έπονται. Ενώ συνεχίζει το Netflix να μαζεύει συνδρομητές, οι ρυθμοί ανάπτυξής του έχουν αρχίσει να μειώνονται και ήδη ανακοινώθηκε αύξηση στο τέλος που καταβάλλουν οι αμερικανοί θεατές. Στο μεταξύ, κομμάτι από τη συγκεκριμένη αγοραστική πίτα θα διεκδικήσει μέσω δικής της πλατφόρμας η Disney. Η Apple θα βγάλει στον αέρα δική της αντίστοιχη υπηρεσία, ενώ άξιος αντίπαλος αποδεικνύεται και η Amazon, η οποία εκτός των ήδη επιτυχημένων σειρών που προβάλλει ετοιμάζει και μία ακόμη βασισμένη στον «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών».

Η διεύρυνση της αγοράς όμως δεν σημαίνει και ευρεία εκπροσώπηση όλων των φύλων, φυλών και κοινωνικών ομάδων μπροστά ή πίσω από τις κάμερες. Σχετική έρευνα δείχνει ότι η τηλεόραση, τουλάχιστον σε επιτελικό επίπεδο, παραμένει υπόθεση των λευκών ανδρών καθώς μόλις το 2,3% των περσινών παραγωγών σκηνοθετήθηκε από μαύρους, Ασιάτες ή μειονοτικούς πληθυσμούς.