Η Βενεζουέλα είναι μια χώρα με τεράστιο πλούτο αλλά και εξίσου τεράστιες ανισότητες. Παρά το γεγονός ότι η χώρα είναι μόλις δεύτερη στον κόσμο σε αποθέματα πετρελαίου και πλούσια σε χρυσό, ουράνιο και άλλα μεταλλεύματα, το ποσοστό του πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας έφτανε στο 70% το 1996 (πριν από τον Τσάβες) και το ποσοστό αυτών που ζούσαν σε ακραία φτώχεια (με λιγότερα από ένα δολάριο την ημέρα) άγγιζε το 40%. Πάνω από 20% του πληθυσμού ήταν υποσιτισμένο σε μια χώρα που είχε κατά κεφαλήν εισόδημα ίσο ή και μεγαλύτερο από αυτό πολλών χωρών της Δυτικής Ευρώπης.
Η άνοδος Τσάβες στην εξουσία σήμανε την αρχή μιας μεγάλης προσπάθειας να αντιμετωπιστούν αυτές οι ανισότητες. Πρώτον, η κυβέρνηση Τσάβες πήρε τον έλεγχο της εθνικής εταιρείας πετρελαίου PDVSA. Δεύτερον, για να παρακάμψει τη διεφθαρμένη και βαθιά συντηρητική κρατική γραφειοκρατία, δημιούργησε παράλληλες δομές, τις «αποστολές» που ανέλαβαν το έργο της εξάλειψης των ανισοτήτων. Με βάση τον πλούτο του πετρελαίου ο Τσάβες κατάφερε να μειώσει τη φτώχεια στο 40% του πληθυσμού και την ακραία φτώχεια κάτω από 10%. Εξίσου θεαματικά ήταν τα αποτελέσματα στη μείωση του αναλφαβητισμού, στη βελτίωση της δημόσιας περίθαλψης, της κοινωνικής πρόνοιας και του επισιτισμού. Οι επιτυχίες αυτές έδωσαν στο πολιτικό κίνημα του Τσάβες μαζική υποστήριξη ανάμεσα στις τάξεις που μέχρι τότε βίωναν ανείπωτη ανισότητα.
Η κυβέρνηση Τσάβες έβαλε ως πρώτη προτεραιότητα την εξάλειψη των ανισοτήτων στο συντομότερο δυνατό διάστημα και δεν επιδίωξε την ανάπτυξη άλλων, εναλλακτικών προς το πετρέλαιο, αναπτυξιακών τομέων, στη βιομηχανία, τη γεωργία και τις υπηρεσίες. Επίσης δεν προσπάθησε να προβεί σε αναδιανομή μέσω φορολογίας στα εύπορα στρώματα αλλά στήριξε το πρόγραμμά της εξ ολοκλήρου στους πετρελαϊκούς πόρους. Ουσιαστικά διατήρησε και επεξέτεινε τη στρατηγική του «κράτους εισοδηματία».
Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Οσο η τιμή του πετρελαίου ήταν πολύ υψηλή (γύρω στα 100 δολάρια), το πρόγραμμα «έβγαινε» και τα προβλήματα δυσλειτουργίας των «αποστολών» διορθώνονταν από τον πακτωλό των παροχών. Οταν όμως οι πετρελαϊκές τιμές έπεσαν ραγδαία, άρχισαν να δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα στην εφαρμογή των πολιτικών κοινωνικών δικαιοσύνης. Οι παράλληλες δομές (αποστολές) άρχισαν να διαλύονται, μια και η βάση τους ήταν τα έσοδα του πετρελαίου και όχι μια σταθερή γραφειοκρατική δομή όπως η κρατική. Ως αποτέλεσμα δημιουργήθηκαν οξύτατα προβλήματα σε κοινωνικές υπηρεσίες και στην κάλυψη επισιτιστικών αναγκών.
Σε διεθνές επίπεδο η Βενεζουέλα είχε στηριχθεί στην αυξανόμενη επιρροή εναλλακτικών διεθνών σχημάτων όπως οι χώρες BRICS. Στην τρέχουσα δεκαετία τα σχήματα αυτά φαίνονται αποδυναμωμένα. Το ίδιο συμβαίνει και στους περιφερειακούς συσχετισμούς μετά την πολιτική αλλαγή στη Βραζιλία και την Αργεντινή. Συνεπώς η κυβέρνηση Μαδούρο μένει χωρίς ουσιαστικούς συμμάχους απέναντι στην ασφυκτική πολιτική και οικονομική πίεση της Ουάσιγκτον από τη μια και των εκρηκτικών κοινωνικών προβλημάτων από την άλλη.
Η προσπάθεια όμως επέμβασης στα εσωτερικά της χώρας αυτής με τη μάλλον καινοφανή για τα διπλωματικά ειωθότα αναγνώριση κυβέρνησης «των πλατειών» δεν είναι καθόλου εύκολη. Μεγάλες δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα επιθυμούν να βάλουν τέλος στη λογική της «αλλαγής καθεστώτος» για την προάσπιση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η λογική αυτή είναι βαθιά υποκριτική αφού αφήνει εκτός χώρες όπως η Σαουδική Αραβία ή η Μιανμάρ και όπως φάνηκε στην περίπτωση του Ιράκ, της Συρίας και της Λιβύης οδηγεί σε μακροχρόνιο χάος και αιματοχυσία. Προφανώς ούτε το Πεκίνο ούτε η Μόσχα έχουν τέτοιες ευαισθησίες. Απλώς δεν επιθυμούν να εκχωρούν πλέον στην Ουάσιγκτον το αποκλειστικό δικαίωμα να ορίζει τον χαρακτήρα των διεθνών επεμβάσεων. Βέβαια εδώ πρόκειται για το Δυτικό Ημισφαίριο και για το Δόγμα Μονρόε που κλείνει περίπου διακόσια χρόνια ζωής και επιβολής.
Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.