Ναι μεν αλλά για την αύξηση του κατώτατου μισθού λένε οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, επισημαίνοντας ότι οποιαδήποτε αύξηση στους μισθούς των εργαζομένων θα πρέπει να συνοδευθεί και από μείωση των εισφορών που πληρώνουν οι επιχειρήσεις αλλά και μείωση της φορολογίας.

Σε κοινή δήλωση ΣΕΒ και ΣΕΤΕ σημειώνουν πως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κατώτατος μισθός των εργαζομένων πρέπει να βελτιωθεί. Ωστόσο υπογραμμίζουν ότι για να συμβεί αυτό χωρίς επιπτώσεις στην ανάκαμψη της οικονομίας και της απασχόλησης, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, «είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη:

  • Να μειωθεί η φορολογία της εργασίας.
  • Να συγκρατηθεί το μη μισθολογικό κόστος με τη μείωση των εισφορών.
  • Να αποσυνδεθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού από τον μέσο μισθό, με τον εξορθολογισμό της υποχρεωτικής διαιτησίας. Το ύψος των μισθών που μπορεί να πληρώνει μια οικονομία και μια κοινωνία στα εργαζόμενα μέλη της δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τις επιθυμίες ή τις καλές προθέσεις της κυβέρνησης. Η πραγματικότητα είναι ότι το ύψος των μισθών, και μεταξύ αυτών το ύψος των κατώτατων μισθών που μπορεί να αντέξει η οικονομία, συνδέεται με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της, το μέγεθος της ανεργίας και της αδήλωτης εργασίας» τονίζουν.

Η ΓΣΕΒΕΕ. Ανάλογη είναι και η θέση της ΓΣΕΒΕΕ, η οποία είναι μεν υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού, ωστόσο σημειώνει ότι μια αύξηση του κατώτατου μισθού χωρίς τη λήψη άλλων ελαφρυντικών μέτρων για μισθωτούς και επιχειρήσεις δεν θα έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Τονίζει μάλιστα ότι ο μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού με τον οποίο ουσιαστικά αντικαταστάθηκε ο κοινωνικός διάλογος θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμος υπό την προϋπόθεση πως θα αποτελούσε εργαλείο των κοινωνικών εταίρων και όχι των κυβερνήσεων.

Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Βασίλης Κορκίδης δήλωσε ότι πρόκειται για μια θετική απόφαση που θα συμβάλλει στην τόνωση της ενεργού ζήτησης. «Ας μην ξεχνάμε ότι ο νέος κατώτατος μισθός των 650 ευρώ αφορά μόνο το 8% των μισθωτών» επισημαίνει, προσθέτοντας ότι «αναφορικά με τη σχέση μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους επιμένουμε σε μια μεταβολή υπέρ του καθαρού μισθού, ως ένα σημάδι επιστροφής στην κανονικότητα για την πραγματική οικονομία και σταθεροποίησης της κοινωνικής συνοχής».