Από τις εξαγγελίες στο Υπουργικό Συμβούλιο γίνεται σαφές πως ο Πρωθυπουργός επείγεται να αλλάξει την πολιτική ατζέντα για να τη μεταφέρει από το πεδίο μιας εθνικής συμφωνίας με την οποία διαφωνεί η μεγάλη πλειονότητα των ελλήνων πολιτών σε εκείνο των λεγόμενων φιλολαϊκών μέτρων που ελπίζει να αποδώσουν εκλογικά. Ο Πρωθυπουργός, με άλλα λόγια, επιχειρεί να ισοφαρίσει το κόστος της Συμφωνίας των Πρεσπών με τα ενδεχόμενα κέρδη που θα αποκομίσει από τις παροχές.
Η μέθοδος δεν είναι άγνωστη στην πολιτική ζωή της χώρας. Οσο όμως και αν είναι θεμιτή πολιτικά, άλλο τόσο μπορεί να αποδειχθεί αθέμιτη τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά. Εξ αυτού προκύπτει μια σειρά από ερωτήματα. Θα κάνει κατ’ αρχάς η κυβέρνηση λελογισμένη χρήση της παροχολογίας ή θα ανοίξει το πουγκί και μαζί με αυτό και τον ασκό του Αιόλου με δεδομένο ότι έως τώρα η παροχολογική της πολιτική δεν αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις;
Ενα δεύτερο ερώτημα έχει να κάνει με την ίδια τη φύση των μέτρων. Πώς θα λειτουργήσει, για παράδειγμα, στην πράξη η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού; Εχει διασφαλιστεί ότι θα ωφεληθούν πραγματικά οι νέοι εργαζόμενοι ή θα είναι ακόμη περισσότερο εκτεθειμένοι στην εργοδοτική αυθαιρεσία; Κι έπειτα, πώς θα απορροφήσει η αγορά της εργασίας τις αυξήσεις; Ελπίζει κανείς όχι μειώνοντας τις θέσεις απασχόλησης.
Οι πολίτες έχουν κάνει τεράστιες θυσίες για να ορθοποδήσει η οικονομία. Καμία κυβέρνηση και κανένας εκλογικός σχεδιασμός δεν πρέπει να υπονομεύσουν αυτήν την προσπάθεια.