Νομίζω, έχω πειστεί πια ότι κάποτε όλα αυτά που ζούμε τώρα θα τα μελετάνε σαν μια περίοδο που άλλαξε τον κόσμο.

Κάποτε νομίζω ότι θα βρουν μια λέξη και θα γράφουν και θα γράφουν και θα ξαναγράφουν μέχρι, με τα χρόνια, σχεδόν όλοι, όταν θα την ακούνε, να καταλαβαίνουν ότι μιλάνε για εμάς. Πώς λέμε, π.χ., για τη βιομηχανική επανάσταση; Κάτι τέτοιο. Θα μας κατατάξουν κι εμάς εκεί. Στους «ενδιαφέροντες καιρούς».

Θα βρούνε μια λέξη για μια εποχή στην οποία τόσο πολλοί ελεύθεροι άνθρωποι έλκονται από την ανελευθερία και ψηφίζουν αυταρχικούς για να τους τιθασεύσουν, λες και επιθυμούν να κυβερνηθούν σαν μια σαδομαζοχιστική φαντασίωση. Που θα πρέπει να λέμε όλοι ότι είμαστε καλά, αν και μας θερίζει η κατάθλιψη, και που πιστεύουμε στην «αποτοξίνωση», το «wellness», που ζυγίζουμε τη μερίδα, μετράμε την πρωτεΐνη, τους υδατάνθρακες, το φαΐ μας, το φαΐ του άλλου, τα βήματά μας στο τρέξιμο, λατρεύουμε την τεχνολογία και την επιστήμη για όσα κάνουν για το σώμα μας, αλλά δεν κάνουμε εμβόλια και έχουμε γαριδάκια χωρίς γλουτένη και νερό αλόης και βίγκαν φέτα από άμυλο και αντισπισιστές και υγιείς που πεθαίνουν από γρίπη κι ιλαρά και κάνουμε πιλάτες και personal training και παίρνουμε φάρμακα στα κρυφά και βλέπουμε Κουαρόν στο Netflix και μας αρέσει να μισούμε και είναι πολύ κουλ και υπεράνω και είναι και OK να το δηλώνουμε και γενικώς δεν κάνει να φοβόμαστε. Γιατί ο κόσμος είναι πλασμένος για τους δυνατούς. Για τους αδίστακτους.

Κάτι έχει πάει στραβά κι είναι φοβερό ότι δεν μπορούμε ούτε να το πούμε. Κάπου αυτά που είναι οι αξίες μας πρακτικά απέτυχαν – κι αυτό, όχι, δεν σημαίνει ότι είναι κακές. Οταν ο κόσμος σιγά σιγά δεν θέλει πια τα κεκτημένα του, τα κεκτημένα της Δύσης, της φιλελεύθερης δημοκρατίας, κάποιο πρόβλημα υπάρχει. Και το ακόμη πιο φοβερό είναι ότι όποιος κατατάσσεται στους οπαδούς του κλισέ ότι αυτά θα τα αλλάξουν «οι νέοι», δεν θεωρείται υπεραισιόδοξος πια αλλά αφελής, για να μη γράψω και μερικές χειρότερες λέξεις που δεν υιοθετώ. Και ξέρετε κάτι; Εχουν δίκιο, αφέλεια είναι. Φτάσαμε να παρακαλάμε να φύγουν οι νέοι, μπας και σωθούν από τη μιζέρια και εκεί που θα πάνε να κοιτάξουν να μην ψάξουν ποτέ και τίποτα που να τους θυμίζει το χωριό τους.

Οταν ήμουν πιο μικρή, θα μου φαινόταν τουλάχιστον συναρπαστικό να ζήσω σε ενδιαφέροντες καιρούς, κι όμως επιζητώ μονάχα λίγη συμβατική βαρεμάρα. Δεν θέλω ενδιαφέροντες καιρούς, θέλω να ένιωθα πως έχουμε τη δυνατότητα να ζήσουμε ενδιαφέρουσα ζωή, ότι δικαιούμαστε να την επιδιώξουμε με βάσιμες ελπίδες, όπως έκαναν οι γονείς μας. Και το ότι δεν το νιώθω το βιώνω συχνά σαν μια προσωπική ήττα.

Ξέρω πως κάποιοι σκέφτονται αυτή τη στιγμή ότι δεν κάνει να το λέω και να το γράφω έτσι, σε α’ ενικό, δεν είναι σωστό. Δεν είμαι μόνη όμως. Και εν πάση περιπτώσει δεν ξέρω πόσο ωφελούν πια μερικά «σωστά», τα αμφισβητώ κι αυτά κι εμένα συνεχώς.

Τις προάλλες με έναν συνομήλικό μου συμφωνήσαμε πως είμαστε πολύ νέοι για να είμαστε τόσο πολύ κουρασμένοι και πολύ μεγάλοι για να τα φορτώσουμε στον κόκορα, να παρατήσουμε σχέδια, υποχρεώσεις και βιοπορισμό.

Οι περισσότεροι γύρω μου είναι έτσι. Είτε βυθισμένοι στη μοιρολατρία είτε κουρασμένοι, κατηφείς, να επαναλαμβάνουμε σαν μάντρα τις λέξεις «δεν έχουμε σωσμό», σαν ερασιτέχνες γιόγκι που συγκεντρώνονται για να μη χάσουν την ισορροπία τους, ενώ βρίσκονται στη στάση της μπεκάτσας, και φάνε τα μούτρα τους. Κι είναι κι αυτές οι φορές που πιανόμαστε από μικρά πράγματα κάπως καλά, τελείως για παρηγοριά, γεμάτοι χαμηλές προσδοκίες γιατί φοβόμαστε να έχουμε μεγαλύτερες.

Αυτή είναι η λέξη, φοβόμαστε. Φοβόμαστε να προσδοκήσουμε. Και, ξέρετε, λένε ότι στη ζωή θα πάθεις αυτό που θες πολύ κι αυτό που φοβάσαι πολύ.

Κατάθλιψη, γαριδάκια και βίγκαν φέτα

Ζούμε σε μια εποχή που πρέπει να λέμε όλοι ότι είμαστε καλά, αν και μας θερίζει η κατάθλιψη, και που πιστεύουμε στην «αποτοξίνωση», το «wellness», που ζυγίζουμε τη μερίδα, μετράμε την πρωτεΐνη, τους υδατάνθρακες, το φαΐ μας, το φαΐ του άλλου, τα βήματά μας στο τρέξιμο, λατρεύουμε την τεχνολογία και την επιστήμη για όσα κάνουν για το σώμα μας, αλλά δεν κάνουμε εμβόλια και έχουμε γαριδάκια χωρίς γλουτένη και νερό αλόης και βίγκαν φέτα από άμυλο.