Στιβαρές, πιασμένες χέρι χέρι, σύμβολα ενός εθνικού αγώνα, είτε πράγματι αποφάσισαν να χορέψουν τον τελευταίο τους χορό στο Ζάλογγο είτε οφείλουν την ύπαρξή τους στον θρύλο, δεν μπορούσαν να «κατέβουν» από το υψόμετρο των 700 μ., όπου αγέρωχες ατενίζουν το αρχαιότερο μοναστήρι της Ηπείρου – τη Μονή Ταξιάρχη Μιχαήλ που χρονολογείται περί το 400 – και την πλούσια αρχαία Κασσώπη. Στέλνουν όμως στην Αθήνα – και σε έναν από τους πιο προβεβλημένους χώρους της, το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος – τις σκιές τους για να εκπέμψουν το δικό τους μήνυμα. Πρόκειται για τις έξι γυναίκες που συνθέτουν το εμβληματικό Μνημείο του Ζαλόγγου – ένα από τα μεγαλύτερα γλυπτά σε δημόσιο χώρο στην Ελλάδα, διαστάσεων 18 μ. μήκος και 15 μ. ύψος – και οι οποίες, αν και απούσες, ουσιαστικά με τον ιδιαίτερο τρόπο που δηλώνουν την παρουσία τους στην Αγορά του ΚΠΙΣΝ κλέβουν την παράσταση στην έκθεση – αφιέρωμα στον δημιουργό τους, τον Γιώργο Ζογγολόπουλο.

Οι μεγάλες τρύπες που χάσκουν για τα φωτιστικά τα οποία δεν τοποθετήθηκαν ποτέ, οι πινακίδες που δεν υπάρχουν ούτε στο σημείο όπου ξεκινά ο επισκέπτης να ανεβαίνει τα 410 σκαλοπάτια έως ότου φτάσει στην κορυφή, αλλά ούτε και στον περιβάλλοντα χώρο του Μνημείου του Ζαλόγγου, μαζί με τα πανό διαμαρτυρίας που αναρτώνται κατά καιρούς στην περίφραξή του, είναι μερικά μόνο από τα μελανά σημεία της εικόνας του, όπως μας αποκαλύπτει ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Γιώργος Ζογγολόπουλος και επιμελητής της έκθεσης που φιλοξενείται στο ΚΠΙΣΝ Αγγελος Μωρέτης.

«Η κατάσταση που περιγράψαμε αποτυπώνει το σήμερα, διότι στο παρελθόν και μετά τη συντήρηση του μνημείου, η οποία ολοκληρώθηκε το 2008 με κόστος 500.000 ευρώ από κοινοτικά κονδύλια, ο χώρος γύρω από το μνημείο μετατράπηκε σε μαντρί, ενώ αργότερα έγιναν γυμνές καλλιτεχνικές φωτογραφίσεις στο ύφος της Nelly’s στον Παρθενώνα» επισημαίνει ο Αγγελος Μωρέτης, στον οποίο ανήκει η πατρότητα της ιδέας το Μνημείο του Ζαλόγγου – «το μνημείο που τόλμησε να συνδέσει τον μοντερνισμό με έναν ευαίσθητο εθνικό μύθο» – να παρουσιαστεί ως ίχνος στο κέντρο του υπαίθριου εκθεσιακού χώρου. Το ίχνος αυτό πηγάζει από τις νησίδες της βάσης (καμωμένες από πολυεστέρα, υλικό κατασκευής βαρκών) που έχουν το χρώμα του γλυπτού (σπασμένο λευκό). «Ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα λυθούν όλα αυτά τα προβλήματα» συνεχίζει.

Γύρω από το αποτύπωμα του Μνημείου του Ζαλόγγου – το αυθεντικό αποτελείται από 4.300 ασβεστολιθικούς όγκους – έχει στηθεί ένας χορός έξι έργων του γλύπτη που άφησε τη σφραγίδα του έντονη στην τέχνη του 20ού αιώνα, διερευνώντας τις ποικίλες εκδοχές του μοντερνισμού. Από το τελευταίο έργο του, την «Ειράνα», που δημιούργησε σε ηλικία 100 ετών το 2001, ώς τις δύο δημιουργίες του για την Πλατεία Ομονοίας: τον βραβευμένο «Ποσειδώνα», ο οποίος, αν και αρχικά επρόκειτο να αναδυθεί μέσα από τους υδάτινους πίδακες που είχε σχεδιάσει ο ίδιος, τελικά δεν βρήκε ποτέ τη θέση του στην κεντρική πλατεία (το έργο που η πρωτεύουσα της Ελλάδας απέρριψε τελικά υιοθετήθηκε πριν από πέντε χρόνια από την αμερικανική και κοσμεί πλέον τον περιβάλλοντα χώρο του νέου κτιρίου της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσιγκτον), και σε απόσταση 40 μ., όσα και τα χρόνια σχεδόν που χωρίζουν τα δύο έργα, το «Πεντάκυκλο», το υδροκινητικό έργο που βρίσκεται σήμερα πάνω στην πλατεία ανενεργό και πολλοί χαρακτηρίζουν ως «σκαλωσιά».

ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ. Τα οκτώ έργα που βρίσκονται στον εξωτερικό χώρο του ΚΠΙΣΝ μπορεί να είναι τα πιο προσιτά στον επισκέπτη, όμως αξίζει μια βόλτα και ώς τον τέταρτο όροφο, όπου έχουν βρει τη θέση τους ακόμη δώδεκα γλυπτά του Γιώργου Ζογγολόπουλου για τουλάχιστον τρεις λόγους. Πρώτον, διότι από τον γυάλινο ανελκυστήρα μπορείτε να έχετε μια εξαιρετική αφ’ υψηλού θέα των έργων που είναι τοποθετημένα στην Αγορά και ιδιαιτέρως του ίχνους του Μνημείου του Ζαλόγγου. Δεύτερον, διότι στην είσοδο της έκθεσης βρίσκεται η κάτοψη του ατελιέ του Ζογγολόπουλου, η «μήτρα» από όπου έχουν γεννηθεί όλα αυτά τα έργα διαστάσεων μόλις 5,9 x 3,80 μ. Τρίτον, επειδή παρουσιάζονται για πρώτη φορά τέσσερα έργα του: η «Αφαία», το μοναδικό επιχρωματισμένο γλυπτό του καλλιτέχνη, το «Tel – Neant» μακέτα από ανοξείδωτο χάλυβα (το ύψους 13 μ. έργο κοσμεί το κτίριο του ΟΤΕ στο Μαρούσι), που έφτιαξε ως συμβολικό μέσο επικοινωνίας με τη σύζυγό του μετά τον θάνατό της, το «Διάφραγμα», ένα από τα τελευταία του έργα, βασισμένο σε σύνθεση του 1973, και η επαργυρωμένη ορειχάλκινη μακέτα του Μνημείου του Ζαλόγγου, την οποία και κατέθεσε στον διαγωνισμό μαζί με τη μακέτα ενός από τα κεφάλια που είχαν καταστραφεί από κεραυνό και αποκαταστάθηκαν. Και βεβαίως δεν λείπουν άλλες μακέτες, αλλά και η «κουζίνα» της κατασκευής των δημοφιλών «Ομπρελών» του. Η έκθεση δεν συνοδεύεται από κατάλογο, αλλά τεκμηριώνεται από κείμενο του ιστορικού τέχνης Ντένη Ζαχαρόπουλου.