Η Ελλάδα ύστερα από αρκετά μεγάλη καθυστέρηση και ενώ το δημοσιονομικό πρόγραμμα του 3ου Μνημονίου είχε λήξει από τα τέλη Αυγούστου του 2018, έκανε στα τέλη του Γενάρη του τρέχοντος έτους την έξοδό της στις διεθνείς αγορές μέσω της αγοράς ομολόγων.
Οπως διαμορφώθηκαν τα τελικά αποτελέσματα των προσφορών για το ποσό που ζήτησε η κυβέρνηση, που ανερχόταν σε 2,5 δισ. ευρώ, υπάρχει ένα θετικό και ένα αρνητικό νέο.
Το θετικό είναι ότι υπήρχε σημαντική ζήτηση από θεσμικούς επενδυτές και hedge funds για το ελληνικό ομόλογο πενταετούς διάρκειας και μάλιστα σε ποσό που ξεπέρασε τέσσερις φορές την αρχική ζήτηση, δηλαδή τα 10 δισ. ευρώ.
Παρόλα αυτά, το αρνητικό νέο είναι ότι οι διεθνείς αγορές δεν πιστεύουν ότι η Ελλάδα δημοσιονομικά έχει πραγματικά επιστρέψει και δεν συμμερίζονται το success story ούτε της κυβέρνησης αλλά ούτε και των αξιωματούχων της Κομισιόν που θέλουν να προβάλλουν τα 3 συνεχόμενα μνημόνια ως επιτυχία που είχε αίσιο τέλος.
Το τελικό επιτόκιο δανεισμού της χώρας διαμορφώθηκε στο 3,6% με το σταθερό ετήσιο κουπόνι του ομολόγου να κλείνει στο 3,45%. Αυτό σημαίνει σε όρους οικονομικούς ότι υπάρχει ισχυρός συστημικός κίνδυνος για μια χώρα-μέλος της ευρωζώνης, με ένα country risk σημαντικό το οποίο συμπαρασύρει και το τραπεζικό σύστημα στην αδυναμία του να δανειστεί αξιοπρεπώς από τις αγορές, όταν ήδη ο οίκος S&P έχει αξιολογήσει την Ελλάδα 4 βαθμίδες κάτω από το επενδυτικό όριο.
Οταν το μέσο επιτόκιο για το δημόσιο χρέος της χώρας, τόσο του EFSF αρχικά όσο και του ESM στη συνέχεια, μετά από όλες τις ενέργειες που έτρεξαν τα τελευταία χρόνια, κυμαίνεται μεταξύ 1 και 1,5%, αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν είναι βιώσιμο για μια χώρα με ένα τέτοιο υπέρογκο χρέος να δανείζεται με υπερδιπλάσια επιτόκια.
Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, η πτώση της παραγωγικότητας σε συνδυασμό με τις αμφιλεγόμενες νομοθετικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού αντανακλούν το συνολικό επιτόκιο ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης από τους διεθνείς επενδυτές, υποδηλώνοντας ότι η χώρα έχει ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσει μέχρι την κατάκτηση της πραγματικής ανάπτυξης και κανονικότητας.
Μπορεί η κυβέρνηση να διατείνεται ότι η έξοδος στις αγορές ήταν επιτυχημένη, επειδή κινήθηκε σε ένα ποσό που υπερκαλύφθηκε με ένα αναμενόμενο επιτόκιο, από την άλλη όμως οι συνθήκες αυτές καταδεικνύουν και το χάσμα της Ελλάδας από τις λοιπές χώρες της ευρωζώνης, όταν η Ισπανία και η Πορτογαλία κινούνται σε αντίστοιχα ομόλογα, με επιτόκια κοντά στο 1%, τη Γερμανία στο 0,2% και την Ιρλανδία, που εξήλθε του Μνημονίου, να έχει αρνητικό επιτόκιο για δεκαετές ομόλογο.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη η χώρα να διαμορφώσει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική διαχείρισης χρέους, μέσα από συγκεκριμένες εκδόσεις τα επόμενα έτη, ταυτόχρονα όμως με την πορεία των μεταρρυθμίσεων και των μακροοικονομικών μεγεθών, όπως το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που δείχνουν την πορεία και την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, υπονοώντας κατά βάση και το ρίσκο που θα ήταν διατεθειμένοι να αναλάβουν για την Ελλάδα οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές.
Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός