Λίγες μέρες πριν από την επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία, επανέρχεται η «κινητικότητα» στο Αιγαίο. Αλλωστε, πέραν της αποχώρησης Καμμένου, η θλιβερή για εμάς επέτειος των Ιμίων συνήθως προκαλεί εκνευρισμό, με τη γείτονα να σπεύδει κάθε φορά να υπομνήσει το γκρίζο – κατ’ αυτήν – καθεστώς με κινήσεις εντυπωσιασμού.
Αρκετοί είναι καχύποπτοι για τη χρησιμότητα της επαφής των δύο ηγετών, δεδομένων των συνθηκών και της κακής εμπειρίας από τη συνάντηση στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2017, εντούτοις, από τη στιγμή που ο τούρκος πρόεδρος είναι προσώρας το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς στη γείτονα, η Αθήνα είναι υποχρεωμένη να συνομιλεί απευθείας μαζί του, εμπεδώνοντας μία σχέση (σχετικής) εμπιστοσύνης. Ως προς το περιεχόμενο της συζήτησης, η τροπή αυτής θα είναι καθοριστική για τους επόμενους μήνες. Τις προηγούμενες φορές, όταν ο έλληνας πρωθυπουργός επιχειρούσε να φέρει την κουβέντα στο Αιγαίο, ο τούρκος πρόεδρος την έστρεφε στη Θράκη. Εξίσου, παρά τη διάθεση για επανέναρξη των διευρυνητικών συνομιλιών, αυτές δεν εκκίνησαν ποτέ. Πλέον, το Κυπριακό βρίσκεται σε επικίνδυνη στασιμότητα, η Λευκωσία αναμένει το τελικό πόρισμα της Exxon Mobil για το τεμάχιο 10, η Αγκυρα καραδοκεί, δεσμεύοντας συνεχώς περιοχές εντός της κυπριακής ΑΟΖ, ενώ φαίνεται να αποκτούν στρατηγικό χαρακτήρα τα διάφορα εταιρικά σχήματα με Ελλάδα και Κύπρο στο επίκεντρό τους, κάτι που «ερεθίζει» την Τουρκία.
Βέβαια, μετά την αποχώρηση Μίτσελ και δεδομένων των διφορούμενων προσεγγίσεων της αμερικανικής διπλωματίας, μένει να διαπιστωθεί αν θα διαφοροποιηθεί ο υφιστάμενος προσανατολισμός της Ουάσιγκτον, προσφέροντας μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών στην Αγκυρα. Η τελευταία, τεστάρει τις προθέσεις των εμπλεκομένων στο ενεργειακό παιχνίδι της Ανατολικής Μεσογείου, προσβλέποντας στον εντοπισμό κάποιου αδύναμου κρίκου (όπως με την ΕΝΙ στο τεμάχιο 3) είτε σε κάποιο συναινετικό σήμα ώστε να προχωρήσει σε πιο δυναμικές κινήσεις (π.χ. ερευνητική γεώτρηση εντός της κυπριακής ΑΟΖ).
Στην εξίσωση πρέπει να συμπεριλάβουμε και την παράμετρο των επικείμενων αυτοδιοικητικών εκλογών στη γείτονα και τη σύμπλευση Ερντογάν – Μπαχτσελί, καθώς και τον τρόπο που «διαβάζει» η τουρκική ηγεσία τις τελευταίες εξελίξεις σε σχέση τόσο με την επόμενη μέρα της Συμφωνίας των Πρεσπών όσο και την πόλωση στο εσωτερικό μας ενόψει πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων. Η σημερινή Τουρκία στερείται στηριγμάτων στη Δύση και δεν είναι προς το συμφέρον της σε ένα ρευστό σκηνικό να διατηρεί εντάσεις που ικανοποιούν πρωτίστως το εγχώριο ακροατήριο. Βέβαια, με τις συνεχείς προειδοποιήσεις/απειλές, η Αγκυρα προσπαθεί να μην επιτρέψει στην Αθήνα να ασκεί πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα, παρουσιάζοντάς το ως τετελεσμένο γεγονός. Προς τούτο, έστω και αν δεν την αφορά, αναμένεται με ενδιαφέρον η αντίδρασή της σε περίπτωση που ο έλληνας πρωθυπουργός προαναγγείλει στον Ερντογάν την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μας στο Ιόνιο και μόνο (κατά τα φαινόμενα).
Τέλος, θα πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι η τουρκική ηγεσία διακατέχεται από μία υποδόρια αντίληψη πως η Ελλάδα ενδέχεται να είναι μέρος μιας ευρύτερης απόπειρας αποσταθεροποίησης της Τουρκίας, στοιχείο που την καθιστά πιο εχθρική, όμως, και πιο συνετή (στην πράξη). Μέσα σε ένα αβέβαιο και μεταβατικό περιβάλλον, στόχος της επίσκεψης Τσίπρα είναι στο καλό σενάριο η προσωρινή αναστολή προκλητικών ενεργειών ή έστω η διατήρηση της έντασης σε ελεγχόμενα επίπεδα. Αντί τακτικισμών, πάντως, χρειαζόμαστε ένα στιβαρό και συγκροτημένο στρατηγικό σχέδιο για τη νέα φάση στην οποία εισέρχονται οι σχέσεις μας με την Αγκυρα.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ