Μπορεί να διατυπώσει κανείς πολλές ενστάσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου. Πρώτον ότι άργησε πολύ. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν μπορούσε να εφαρμόσει αυτό το μέτρο όσο ίσχυαν τα μνημόνια, η αλήθεια όμως είναι ότι περίμενε την προεκλογική περίοδο για να το αναδείξει.

Μια άλλη αντίρρηση είναι ότι πολλές επιχειρήσεις μπορεί να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία για να μετατρέψουν συμβάσεις αορίστου χρόνου σε μερικής απασχόλησης. Ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, πάλι, είπε ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται αύξηση μισθών, αλλά νέες θέσεις εργασίας και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Η πιο διαδεδομένη παρατήρηση, όμως, είναι ότι η επικείμενη μείωση του αφορολογήτου θα καταπιεί πάνω από τη μισή αύξηση του κατώτατου μισθού.

Τα επιχειρήματα αυτά είναι σοβαρά και συζητήσιμα. Δεν αίρουν όμως ένα πραγματικό γεγονός: ότι ο κατώτατος μισθός έπρεπε να αυξηθεί. Η Ελλάδα, μαζί με τη Βραζιλία, τη Ρωσία και την Αργεντινή, είναι οι χώρες με τους χαμηλότερους κατώτατους μισθούς. Και η υποστήριξη των χαμηλόμισθων εργαζομένων αποτελεί βασικό στόχο των κυβερνήσεων σε όλο τον κόσμο, τόσο των αριστερών όσο και των δεξιών, ιδιαίτερα από τότε που η χρηματοπιστωτική κρίση οδήγησε σε αύξηση των ανισοτήτων.

Η απόφαση της σοσιαλιστικής κυβέρνησης της Ισπανίας να προχωρήσει το 2019 στη μεγαλύτερη αύξηση του ελάχιστου μισθού των τελευταίων 40 ετών (22%) προκάλεσε κάποιες αντιδράσεις που μοιάζουν με τις δικές μας. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι και επιστήμονες, όμως, έχουν πλέον εγκαταλείψει την ιδέα ότι η θέσπιση κατώτατων ορίων στους μισθούς βλάπτει τις μικρές επιχειρήσεις, αυξάνει τις τιμές και οδηγεί σε απώλεια θέσεων εργασίας. «Πριν από τριάντα χρόνια, οι περισσότεροι οικονομολόγοι πίστευαν ότι οι κατώτατοι μισθοί έχουν σαφείς επιπτώσεις στις δουλειές» λέει ο Αριντραζίτ Ντιουμπ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης. «Αυτό δεν ισχύει πλέον».

Το μέτρο λοιπόν είναι σωστό. Αν δεν συμπληρωθεί όμως από άλλα, θα αποδειχθεί προεκλογικό. Και τα «άλλα» δεν είναι μόνο η προσπάθεια να μη μειωθεί το αφορολόγητο από το 2020, μια ευθύνη που εκ των πραγμάτων θα περάσει στην επόμενη κυβέρνηση. Είναι ακόμη ο περιορισμός της υπερφορολόγησης, ώστε να τονωθεί η ανάπτυξη. Είναι η ενίσχυση των επιχειρήσεων, που εκτός από τη μισθολογική αύξηση θα κληθούν να πληρώσουν και μεγαλύτερες εργοδοτικές εισφορές.

Είναι, τέλος, η επιδίωξη μιας στοιχειώδους συναίνεσης ώστε να βελτιωθεί το κλίμα στην αγορά. Με το να επιμένει η υπουργός Εργασίας να καταγγέλλει την αξιωματική αντιπολίτευση, το ΚΙΝΑΛ, την κυβέρνηση Παπαδήμου και τους νεοφιλελεύθερους εν γένει, αποδεικνύει ότι το «νέο αίμα» δεν είναι πιο φρέσκο από το παλιό. Τις ίδιες παθογένειες μεταφέρει. Ακόμη και οι πιο φανατικοί οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ ξέρουν ότι το κόμμα αυτό δεν έσωσε την Ελλάδα. Είχε απλώς την ευφυΐα την κρίσιμη στιγμή να κάνει στροφή 180 μοιρών ώστε να μην την καταστρέψει.