Η κυβέρνηση πανηγυρίζει: βγήκαμε από τα Μνημόνια, φτάσαμε στο ξέφωτο, είμαστε πια ανεξάρτητοι και ισχυροί. Ομως η εικόνα αυτή διαψεύδεται από τα στοιχεία του ίδιου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους: αν και στα χρόνια των Μνημονίων επιβλήθηκαν φόροι άνω των 21 δισεκατομμυρίων, τα δημόσια έσοδα μειώθηκαν κατά 7 σχεδόν δισεκατομμύρια.
Η τυφλή υπερφορολόγηση δεν ξεκίνησε βέβαια επί ΣΥΡΙΖΑ. Ευθύνη φέρουν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, που δεν μπόρεσαν να στρέψουν την οικονομία σε μια αναπτυξιακή πορεία. Οπως ευθύνονται βέβαια και οι δανειστές, που έκλεισαν τα μάτια στο πρόβλημα του χρέους και πίστεψαν ότι με το φάρμακο της λιτότητας θα μπορούσαν να θεραπεύσουν τις παθογένειες μιας χώρας με τις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας. Ο ασθενής μπορεί να μην πέθανε, κατέφυγε όμως σε μεθόδους (φοροδιαφυγή και απόκρυψη εισοδημάτων) που συντηρούσαν τον φαύλο κύκλο.
Παρά τις προεκλογικές της διακηρύξεις, η σημερινή κυβέρνηση συνέχισε την ίδια συνταγή, ξεκινώντας μάλιστα με μια πρόσθετη ζημιά 100 δισεκατομμυρίων που η ίδια προκάλεσε. Η πολιτική της έδιωχνε τους επενδυτές αντί να τους προσελκύει. Ετσι, την ώρα που στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ οι φόροι μειώνονταν, εδώ συνέχισαν να αυξάνονται. Τη διετία 2016-2017, η Ελλάδα ήταν έβδομη σε αυξήσεις φόρων σε όλο τον κόσμο. Και τα δημόσια έσοδα συνέχισαν να μειώνονται.
Το υπουργείο Οικονομικών φοβάται τώρα ότι αν επανέλθουν τα δώρα στο Δημόσιο ή καταβληθούν αναδρομικά οι περικοπές, θα χαθεί ο δημοσιονομικός στόχος. Οι εργαζόμενοι καλούνται έτσι να σηκώσουν για άλλη μια φορά το βάρος των κυβερνητικών αποτυχιών. Αλλά αυτό μόνο κανονικότητα δεν δείχνει.