Τον περασμένο Ιούλιο, ένας δημοσιογράφος των «New York Times», ο Μπεν Χάμπαρντ, είχε επισκεφθεί έναν προσφυγικό καταυλισμό στη Βορειοανατολική Συρία, μια περιοχή ελεγχόμενη από τους Κούρδους. Είχε μιλήσει με πολλές γυναίκες που ζουν εκεί, γυναίκες νέες, από αραβικά κράτη αλλά και την Ευρώπη: τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Δανία… Κάποιες είχαν συρθεί ή πειστεί να πάνε στη Συρία από τους συζύγους ή τους πατεράδες τους. Αλλες είχαν ταξιδέψει μόνες τους εκεί και παντρευτεί ή υποχρεωθεί να παντρευτούν, λίγο αφότου έφτασαν. Κάποιες είχαν αιχμαλωτιστεί, άλλες είχαν παραδοθεί. Ολες είχαν αποκτήσει παιδιά, πολλές είχαν χάσει παιδιά. Συνολικά 900 παιδιά, αρκετά κάτω των τριών χρόνων, ζούσαν τότε στον καταυλισμό Ρατζ, σε άθλιες συνθήκες. «Φυσικά και κάναμε λάθη, αλλά ο καθένας μπορεί να κάνει ένα λάθος» του είπε μια 24χρονη Γερμανίδα. «Δεν δικαιούμαστε, πώς το λέτε, εξιλέωση;» τον ρώτησε μια 28χρονη Γαλλίδα. Ειδικά με τις ευρωπαίες υπηκόους, οι κούρδοι αξιωματούχοι δεν τον είχαν αφήσει να ρωτήσει ονόματα. Δεν ήθελαν να δημοσιευτούν, φοβούνταν πως αυτό θα περιέπλεκε ακόμα περισσότερο τις διαπραγματεύσεις με τις κυβερνήσεις των χωρών τους. Οι γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονται εδώ, του εξήγησε ένας εκπρόσωπος του Παρατηρητηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, έχουν παγιδευτεί σε ένα νομικό κενό. Το διεθνές δίκαιο υποχρεώνει τις πατρίδες τους να τις δεχθούν αν καταφέρουν να επιστρέψουν. Δεν τις υποχρεώνει ωστόσο να τις επαναπατρίσουν. Στο μεταξύ, δεν τις περιμένει καμία δίκη για τα εγκλήματα που ενδεχομένως έχουν διαπράξει, οι Κούρδοι δεν εννοούν να περάσουν από δίκη ξένους. Αλλά ούτε ελεύθερες να φύγουν είναι.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ