Με τις πρώτες μνήμες μου να με γυρίζουν στη δεκαετία του 1960, μεγαλωμένη στην Αθήνα αλλά με γονείς από δύο νησιά του Αιγαίου όπου περνούσαμε απαρεγκλίτως όλες τις ημέρες των σχολικών διακοπών, ξέρω καλά τα κλισέ εκείνης της εποχής για τα «επαρχιωτάκια». Που φαντάζομαι ότι θα ίσχυαν ακόμη πιο έντονα για τους μικρούς ακρίτες. Παιδιά που ζούσαν με το όραμα της πρωτεύουσας. Που αντιμετώπιζαν με δέος εμάς τα «πρωτευουσιανάκια». Ισως και με ίχνος ζήλειας. Ισως και εμείς από τη μεριά μας με ένα είδος κοσμοπολίτικης ανωτερότητας (λέμε ότι τα παιδιά είναι σκληρά διότι δεν μεσολαβεί τίποτα μεταξύ αυτών και της αλήθειας τους). Εξάλλου η περιφέρεια εκείνη την εποχή ήταν «κλειστός ορίζοντας», τα ταξίδια στην Αθήνα δύσκολα, η επικοινωνία αποσπασματική. Οπως την περιγράφει ο Μάνος Ελευθερίου στο ποίημά του για τον Βαγγέλη Γιακουμάκη: «Επαρχία, επαρχία, όλα τα σφάζεις. Λυσσάς και ράβεις και κεντάς κι όλο σπαράζεις». Ή όπως σημειολογεί ο Σαββόπουλος στο «Τσάμικο»: «Τόσος κόσμος πλάι του πέρασε και τον προσπέρασε, τι να ζητάει επαρχιώτης στην Ομόνοια μες στο ψιλόβροχο αρχές του Μάη».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ