Ο Ντίλαν Τόμας υπήρξε το enfant terrible των αγγλικών γραμμάτων, «ο Ρεμπώ της γενιάς του», όπως έγραψαν, ένας πυρακτωμένος έφηβος που δεν μεγάλωσε ποτέ. Ορμώντας «στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί» έγραψε τα καλύτερά του ποιήματα στην πρώιμη νεανική του ηλικία και αναλώθηκε μέσα στη μέθη (κυριολεκτική και μεταφορική) πριν καν φτάσει στα σαράντα του χρόνια. Διασταύρωση της φτώχειας και της φήμης, προγάστωρ Καζανόβας και αγγελικός μεθύστακας, ποιητικός flanneur στη Νέα Υόρκη και αλήτης στο Σουόνζι, με μια αιώνια γόπα καρφωμένη στα χείλη, γοητευτικός και ανεξιχνίαστος, με μόνο προσανατολισμό τον τάφο αλλά και την αθανασία, είναι, για τα λεξικά ακόμη και του Κέιμπριτζ, «το απόλυτο παράδειγμα της ποιητικής χρήσης των λέξεων». Δεν ήταν πάνω από είκοσι ετών, όταν έγραφε στον φίλο του Βέρνον Γουάτκινς, σχολιάζοντας τα ποιήματα που του είχε στείλει ο τελευταίος ζητώντας τη γνώμη του: «Ολες οι λέξεις σου είναι όμορφες μα φαίνονται υπερβολικά διαλεγμένες· διακρίνω το ευαίσθητο μάζεμα των λέξεων, μα όχι το δυνατό, αναπόφευκτο ξερίζωμά τους, που μετατρέπει το ποίημα σε συμβάν, σε χάπενινγκ, σε δράση ίσως, όχι σε νεκρή φύση, ή καταγραμμένη εμπειρία… Οι λέξεις σου φαίνεται να προκύπτουν από νοσταλγία για τη λογοτεχνία, αλλά πρέπει; Δεν σου ζητάω ευτέλεια, μολονότι την επιθυμώ· σου ζητάω λίγη δημιουργική καταστροφή, καταστροφική δημιουργία…».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ