Σ’ ένα λειμώνα,

που χλόη πράσινη και τρυφερή

έχει σμαλτώσει,

ευωδιαστά,

όλο φρεσκάδα ρόδα,

υπέροχα τον έχουν ζώσει.      

Αυτός στεκότανε,

που κάνει τους Θεούς

όμοια με τους θνητούς

να πάλλονται

στον κραδασμό

των ολόγλυκων βελών του.

Απ’ το ένα χέρι

τον Αδερφό του

κι από τ’ άλλο τη θεία εκείνη Νύφη

παρθένο,

άσπιλη και ωραία,

οδήγαε στο λειμώνα.

Με σφαλιστά τα μάτια

τον γιο εκοίταξε

εκείνης της Θεάς που άπιστη

στης Αθηνάς τη δούλεψη

δεν είν’ θεραπαινίδα,

αλλά της τύχης μοναχά ερωμένη.

Και χαμογελαστή

πιάνει νωχελικά

να πλέξει ένα στεφάνι

από ευωδιαστά,

όλο φρεσκάδα, ρόδα

που σε κλαδί μυρτιάς τα δένει.

Κι ύστερα, ευθύς,

ίσια τραβά

για τους συντρόφους του

στα χαρωπά εκείνα τείχη

όπου η φύση

όμορφες δυο ψυχές καλλιεργούσε.

Εκείθε ο έρως

και των δυονώνε την καρδιά

σαΐτεψε με το γλυκύ του βέλος

ενώ η Θεά

τις σκέπασε

με το κατάλευκό της πέπλο.

Χαρούμενος ο Υμέναιος

το ταίρι αλυσοδένει

με αλυσίδες πού ‘φτιαξε

στη φλόγα αποκάτω

της ειρήνης,

ο καρπερός κι εύμορφος Θεός.

Τότε πανευτυχείς,

δίχως στιγμή να χάσουν,

εκεί οι τρεις τους κιόλας

επιστρέφουν, όπου βλέπουν

πως λυπημένες

μέρες πια ποτέ δεν θ’ ανατείλουν,

απάνω στον λειμώνα,

που χλόη πράσινη και τρυφερή

έχει σμαλτώσει,

ευωδιαστά,

όλο φρεσκάδα, ρόδα

υπέροχα τον έχουν ζώσει.      

Μετάφραση: Βίκτωρ Καμχής