Την ιστορία τη διηγείται πολύ ωραία ο Νίκος Κυπουργός, συνεργάτης και προσωπικός φίλος του Μάνου Χατζιδάκι. Διαδραματίζεται στα χρόνια του Τρίτου Προγράμματος, τον καιρό δηλαδή που ο Χατζιδάκις πολεμούσε με τους κήνσορες και τους θεράποντες της καραμανλικής μεταπολιτευτικής κυβέρνησης για να δώσει ένα νόημα στην ύπαρξη της κρατικής ραδιοφωνίας. Ο μεγάλος συνθέτης προσπαθούσε πάντα να κρατάει την ομάδα των συνεργατών του μακριά από το κτίριο της Αγίας Παρασκευής, που χτίστηκε στην Αθήνα κουβαλώντας την αισθητική της Ανατολικής Γερμανίας, μάλλον για να μας θυμίζει ποιος είναι ο προορισμός της κρατικής τηλεόρασης. Για να αποφεύγει συνδικαλιστές, προέδρους, αντιπροέδρους και λοιπούς γραφειοκράτες ο Χατζιδάκις πραγματοποιούσε τις συσκέψεις με τον στενό κύκλο των συνεργατών του σε καφέ και εστιατόρια, προτιμώντας τη ζωντάνια των πολύβουων χώρων από την αποστείρωση. Μόνο που στα εστιατόρια όπου σύχναζε ο δημιουργός και η παρέα του μπορούσες να συναντήσεις οποιονδήποτε – ήταν πάντα κάτι σαν τα social media πριν καν φανταστούμε ότι τέτοια μπορεί να υπάρξουν. Ενα βράδυ, όταν ο Χατζιδάκις και οι συν αυτώ μπήκαν σε ένα γεμάτο ασφυκτικά εστιατόριο, κάποιος, μόλις αυτός πέρασε από μπροστά του, του φώναξε «φύγε ρε φασίστα». Ο μουσικοσυνθέτης σταμάτησε, γύρισε και ρώτησε όλο το μαγαζί ποιος ήταν αυτός που εκστόμισε κάτι τέτοιο. Ο δειλός, φυσικά, δεν απάντησε – αν ζει σήμερα θα ‘ναι από αυτούς που κυκλοφορούν με ψεύτικα προφίλ. Ο Χατζιδάκις, όμως, απάντησε κι ας μην ήξερε ποιος τον έπιασε στο στόμα του. «Μου αρκεί, κύριέ μου, που δεν είμαι σαν εσάς» είπε.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ