Εάν δεν με απατά η μνήμη μου, τελευταία φορά που μίλησα μαζί του ήταν το 2014· μία από εκείνες τις αμήχανες στιγμές που, στα παρασκήνια κάποιου τηλεοπτικού πλατό, περιμένεις να βγεις στον αέρα και αναγκαστικά «συγκατοικείς» σε έναν περιορισμένο χώρο και με άτομα που δεν θέλεις (και δεν θέλουν) να «συγκατοικήσεις». Ακόμη ήταν νωπή η αποχώρησή μου από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και, παρά τις «βαριές κουβέντες» που είχαν ειπωθεί εκατέρωθεν, πλανιόταν στην ατμόσφαιρα η πιθανότητα (ο Νίκος Βούτσης, ο μετέπειτα Πρόεδρος της Βουλής, την καλλιεργούσε περισσότερο με συνεντεύξεις του) να βρεθεί μια συμβιβαστική φόρμουλα και να «επιστρέψω». Σε κάθε περίπτωση, ο συνομιλητής μου ήταν αφοπλιστικά άνετος κι έμπειρος στο φιλικό small talk, όχι μονάχα με ανθρώπους που δεν συμπαθούσε, αλλά και με ανθρώπους που ολοφάνερα απεχθανόταν. Η συζήτησή μας περιστράφηκε γύρω από ένα αμοιβαία ανώδυνο θέμα, όπως ήταν ο τότε βουλευτής Καστοριάς Βαγγέλης Διαμαντόπουλος· μια σειρά από προβληματικές δηλώσεις και συμπεριφορές – το διαβόητο «ραντεβού (sic) στα γουναράδικα» ή η μεταμφίεσή του ως Παπα-Σούρα στο τοπικό καρναβάλι – τον είχαν βάλει στο κομματικό στόχαστρο. Ο συνομιλητής μου χαμογέλασε· ένα χαμόγελο όχι ακριβώς καλοσυνάτο: «Ποιος να μου το έλεγε, πριν από λίγους μήνες, ότι θα μας απασχολούσε ποιον πρέπει να κατεβάσουμε ή να μην κατεβάσουμε υποψήφιο για βουλευτή στην Καστοριά». Είχε δίκιο. Εναν ισχυρό άνδρα του κομματικού μηχανισμού, όπως ήταν ο ίδιος, η έδρα στην Καστοριά τον ταλάνιζε λιγότερο και από μια ενοχλητική παρωνυχίδα.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ