Δεν είναι νοητό σε μια δημοκρατία να αποφεύγουν πολιτικοί τις δημόσιες εμφανίσεις φοβούμενοι ότι θα πέσουν θύματα προπηλακισμών. Ακόμη περισσότερο δεν είναι νοητό να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε εορτασμούς εθνικών επετείων – μια εθνική επέτειος είναι εξ ορισμού μια γιορτή ενότητας του έθνους και όχι διχασμού. Αλλο τόσο όμως δεν είναι νοητό σε μια δημοκρατία η εξουσία να εξοβελίζει στη σφαίρα των ανοήτων και φασιστών όσους διαφωνούν μαζί της. Ακόμη περισσότερο δε όταν αυτή η διαφωνία αφορά ένα εθνικό ζήτημα.
Είναι αυτό ακριβώς το σφάλμα που διέπραξε η σημερινή κυβέρνηση. Στην προσπάθειά της να υποβαθμίσει τις αντιδράσεις για τη Συμφωνία των Σκοπίων περιφρόνησε την ευαισθησία που εξέφρασαν πολλοί πολίτες για το όνομα της Μακεδονίας. Αντί να επιστρατεύσει επιχειρήματα, κατέφυγε σε χαρακτηρισμούς. Αντί να εισπράξει τις διαφωνίες αυτές ως αφορμή για διάλογο εντός του δημοκρατικού τόξου, χάρισε εντελώς αστόχαστα τους φορείς της διαφωνίας στην Ακρα Δεξιά. Η χώρα μας γέμισε αίφνης φασίστες.
Είναι η στάση αυτή που προκαλεί αυτήν την αντίδραση. Οι πολίτες αυτοί εξάλλου δεν ξεχνούν ότι το κυβερνών κόμμα ενθάρρυνε κάποτε τα επεισόδια στις παρελάσεις, αποκορύφωμα των οποίων ήταν οι ασχήμιες εις βάρος του τότε προέδρου της Δημοκρατίας. Το ίδιο κόμμα εκπαίδευσε τους πολίτες που έχει σήμερα απέναντί του να αισθάνονται πως έχουν το ακαταλόγιστο ως «λαός». Τότε δικαιολογούσε, σήμερα διαμαρτύρεται επαναλαμβάνοντας το ίδιο λάθος: ούτε όσοι αντιδρούσαν τότε ήταν λαός, ούτε όσοι αντιδρούν σήμερα είναι φασίστες.