Η ελληνική οικονομία παρουσίασε ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης περί του 1,9% το έτος 2018, ακολουθώντας το 1,4% του 2017. Η πορεία αυτή δεν είναι ικανοποιητική σύμφωνα με το ευνοϊκό, μέχρι πρότινος, πλαίσιο του διεθνούς και ευρωπαϊκού οικονομικού περιβάλλοντος, αλλά και σύμφωνα με μερικά εγχώρια δεδομένα. Η ικανοποιητική κατάσταση της διεθνούς οικονομίας και ιδιαιτέρως της ευρωπαϊκής την περίοδο 2015-2018 δημιούργησε καθαρό σωρευτικό εισόδημα για τα τέσσερα συναπτά έτη όσα περίπου έδωσε στην Κύπρο σε ένα μόνο έτος. Να σημειωθεί ότι εξαιτίας του ετήσιου ρυθμού μεγέθυνσης της κυπριακής οικονομίας άνω του 3%, δόθηκε η δυνατότητα στην κυπριακή οικονομία να συσσωρεύει ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα με άνεση, τα οποία κυμαίνονται κατά μέσο όρο γύρω στο 4%. Το κυριότερο είναι ότι τα πλεονάσματα αυτά προκύπτουν από την ανάπτυξη αντί να την καταστρέφουν, όπως συμβαίνει στην ελληνική περίπτωση.
Ετσι η ελληνική οικονομία έχασε το τρένο μιας αυξημένης διεθνούς οικονομικής δραστηριότητας, απασχολούμενη ως συνήθως με τα πολιτικά ζητήματα, τις ιδεοληψίες και την εσωστρέφεια της ανεκδιήγητης αυτής κυβέρνησης.
Παρά την άμμο που η τελευταία ρίχνει συνεχώς στις μηχανές της ανάπτυξης με τους αυξημένους φόρους, τις θηριώδεις ασφαλιστικές εισφορές και την αναδιανομή εισοδημάτων με προκλητικό τρόπο προς την κομματική της πελατεία, εντούτοις η ελληνική οικονομία έδωσε έστω αυτούς τους πελιδνούς ρυθμούς μεγέθυνσης στα τελευταία δύο έτη, ανάμεσα στο 1%-2%.
Το πρόβλημα όμως που έχει συσσωρευτεί είναι πολύ δύσκολο και θα απαιτήσει υπερπροσπάθεια για να ξεπεραστεί. Το πρόβλημα αφορά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία δημιουργεί θέσεις εργασίας χαμηλής παραγωγικότητας και επομένως χαμηλών μισθών με αποτέλεσμα η τόνωση της εσωτερικής ζήτησης που επέρχεται να είναι αναιμική. Από την άλλη, οι χαμηλοί μισθοί έχουν επιτρέψει μια κάποια ανάκαμψη των εξαγωγών, γεγονός στο οποίο έχει βοηθήσει η προαναφερθείσα ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας τα τελευταία χρόνια. Υπενθυμίζεται ότι οι μισές εξαγωγές, και μάλιστα πάνω από τις μισές όσον αφορά την αύξηση που είχαν αυτές τα τελευταία χρόνια, κατευθύνονται στις ευρωπαϊκές χώρες.
Πράγματι, τα στοιχεία δείχνουν μετά το 2017 σημαντική μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, γεγονός που έχει βοηθήσει και τις εξαγωγές. Με τη σειρά τους αυτές έχουν βοηθήσει την έστω αναιμική αυτή μεγέθυνση που είδαμε τα τελευταία δύο έτη. Παρατηρήθηκε επίσης ένα θετικό γεγονός που είναι η αύξηση του μεριδίου των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, περίπου στο 44 τοις 100 των συνολικών, γεγονός που επιβεβαιώνει τη σχετικά καλή πορεία των εξαγωγών. Ομως το ζήτημα είναι, όπως τονίσαμε και πριν, ότι τόσο οι εξαγωγές όσο και τα αγαθά και υπηρεσίες που κατευθύνονται στην εσωτερική ζήτηση δεν κερδίζουν αγορές, έστω αυτές τις ελάχιστες, μέσω της εντατικής ανάπτυξης δηλαδή μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας. Εκμεταλλεύονται περισσότερο τη μείωση των μισθών – και συνακόλουθα τους κόστους – σε όλη την αλυσίδα των ενδιαμέσων αγαθών.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα λοιπόν που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, και που απεικονίζεται στην αναιμική εσωτερική ζήτηση, προέρχεται από το γεγονός του τύπου των θέσεων εργασίας που γεννά, έστω και με αργό ρυθμό. Είναι θέσεις χαμηλής παραγωγικότητας. Το πρόβλημα αυτό επίσης προκαλείται από την σε βάθος δεκαετίας αποεπένδυση που λαμβάνει χώρα στην ελληνική οικονομία αλλά και από τις γνωστές αβελτηρίες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.
Καθώς η ευρωπαϊκή οικονομία επιβραδύνει και κυρίως καθώς η γερμανική οικονομία αναμένεται να συνεχίσει τον καθοδικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης περί του 1%, η Ευρώπη φαίνεται πως προσαρμόζεται σε μια περίοδο μέτριας ανάπτυξης και χαμηλών προσδοκιών. Η κατάσταση αυτή θα δυσκολέψει τις ελληνικές εξαγωγές και θα μειώσει τη συμβολή τους στην έστω αναιμική ανάπτυξη που παρατηρείται σήμερα. Ετσι εξηγείται και η μέτρια ή και απογοητευτική μεγέθυνση που προβλέπουν για την ελληνική οικονομία οι διεθνείς οργανισμοί για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Το στοίχημα για την επόμενη κυβέρνηση είναι να τους διαψεύσει.
Ο Θοδωρής Πελαγίδης, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ανώτερος εταίρος στο Brookings, είναι σύμβουλος μακροοικονομίας του προέδρου της ΝΔ