Η πρώτη αντίδραση ήταν η αμηχανία. Η αμηχανία έδωσε σύντομα τη θέση της στη σιωπή. Αλλά με τον ορυμαγδό των αποκαλύψεων να συνεχίζεται, ούτε η σιωπή κράτησε πολύ. Να όμως που η σιωπή δεν έδωσε τη θέση της στη λογοδοσία, αλλά στις φτηνές δικαιολογίες: το πρόσωπο που εμφανιζόταν ως απεσταλμένος του Μαξίμου, έγινε πρώην φίλος, ιδιώτης ή απλώς καταφερτζής.
Δεν υπάρχουν φτηνές δικαιολογίες χωρίς ψέματα. Ο φίλος υπουργός του προσώπου αυτού έχει συλληφθεί κατ’ επανάληψη ψευδόμενος. Οπως ο ίδιος, έτσι και η κυβέρνησή του δεν αποκαλύπτει, αλλά επιχειρεί να συγκαλύψει. Πολύ σωστά επομένως η αντιπολίτευση επισημαίνει πως δεν είναι σκάνδαλο Πετσίτη αυτή η δυσώδης υπόθεση, αλλά σκάνδαλο Τσίπρα – Παππά. Μπορούσε άραγε ο Πετσίτης να εμποδίσει την έρευνα στην Αρχή κατά του ξεπλύματος χρήματος; Οχι μόνος του ασφαλώς. Μπορούσε μήπως να ταξιδεύει στο εξωτερικό εξασφαλίζοντας ο ίδιος στον εαυτό του σχεδόν διπλωματική ασυλία; Και πάλι όχι. Μπορούσε να κάνει επαφές ως πρωθυπουργικός απεσταλμένος χωρίς την άδεια κανενός; Θα ήταν αδύνατον.
Το κουβάρι έχει αρχίσει να ξετυλίγεται. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα που ξεκινούν από την Αθήνα και τη Λευκωσία για να φτάσουν ώς το Καράκας θα δοθούν. Για λογαριασμό ποίου εργαζόταν ο άνθρωπος αυτός; Και για λογαριασμό ποίου πλούτιζε; Θα έλεγε κανείς ότι η κυβέρνηση της πρώτη φορά Αριστεράς έκανε σκόνη για τον άνθρωπο αυτόν και το τελευταίο ίχνος του ηθικού της πλεονεκτήματος. Αλλά συμβαίνει κάτι ακόμη χειρότερο. Ο άνθρωπος αυτός και οι πολιτικοί του προστάτες έκαναν μια κυβέρνηση να μοιάζει με συμμορία.