Γίνεται ημέρα με την ημέρα όλο και περισσότερο φανερό πως το σκάνδαλο Novartis είναι ό,τι και στον υπόλοιπο κόσμο: Ενα σκάνδαλο ιατρικό και όχι πολιτικό, ένα ιατρικό σκάνδαλο την ύπαρξη του οποίου έχει παραδεχθεί η ίδια η εταιρεία. Δυστυχώς, μόνο στη χώρα μας η κυβέρνηση επιχείρησε να δώσει στο σκάνδαλο έναν χαρακτήρα που δεν είχε διαβεβαιώνοντας ως μη όφειλε πως επρόκειτο για το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους.

Το δυστύχημα είναι πως η κυβέρνηση επιμένει στην ίδια τακτική. Επιμένει να πολιτικοποιεί ένα σκάνδαλο ή μάλλον να χρησιμοποιεί ένα ιατρικό σκάνδαλο ως μέσο εξόντωσης των πολιτικών της αντιπάλων. Και επιμένει, μολονότι η εξίσωση δεν βγαίνει: με τέσσερα από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα πρώτης γραμμής να έχουν απαλλαγεί από κάθε υπόνοια και τις «ενδείξεις» κατά ενός πρώην υπουργού να μη στέκουν, η κυβέρνηση δείχνει να αναζητεί εναγωνίως έναν δεύτερο «ένοχο». Ψάχνει οτιδήποτε θα μπορούσε να υποστηρίξει το αφήγημα του «παλιού και διεφθαρμένου συστήματος» ή το δόγμα «πρέπει να βάλουμε κάποιους φυλακή για να ξανακερδίσουμε τις εκλογές».

Μόνο που οι ένοχοι δεν κατασκευάζονται. Τουλάχιστον δεν κατασκευάζονται στα δημοκρατικά καθεστώτα όπως αυτό που απολαμβάνει αδιαλείπτως η χώρα μας από το 1974. Αντιθέτως, στα δημοκρατικά καθεστώτα οι απόπειρες κατασκευής ενόχων δεν μένουν ατιμώρητες. Οι υπεύθυνοι λογοδοτούν στη Δικαιοσύνη.