Το τρένο μπροστά μου δεν σταματάει και αναγκάζομαι να πηδήξω στο χώμα δίπλα από ένα πολυκατάστημα γεμάτο σκορπιούς που δαγκώνουν ο ένας τον άλλο αγνοώντας την ύπαρξη μου και κάνοντας έρωτα μπροστά σε εκατομμύρια μάτια που κοιτούν από τα παράθυρα ακουμπώντας στις ράγες του τρένου που τώρα περνάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα δίπλα από το κεφάλι μου εκσφενδονίζοντας σπίθες φωτιάς που καίνε το παραδίπλα λιβάδι στο οποίο τρέχω μανιασμένος με αφρούς στο στόμα σηκώνοντας τα χέρια και φωνάζοντας κάτι ακαταλαβίστικα λόγια ενός πεθαμένου ποιητή με φωτιά στα μπατζάκια μου και πυροτεχνήματα στα παπούτσια μου που δεν έχουν σόλες κάνοντας έναν ήχο μαστιγώματος κάθε φορά που ακουμπάω το πύρινο έδαφος που ραγίζει σαν από σεισμό φανερώνοντας μια άβυσσο που δεν έχει τέλος όταν πέφτοντας μέσα προσπαθώ να κρατηθώ με τα νύχια μου που έχουν μεγαλώσει υπερβολικά και τώρα λιώνουν κόντρα στη σκληρή πέτρα που μυρίζει μολύβι και καμένο δέρμα πέφτοντας όλο και ποιο βαθιά μέχρι το εξόγκωμα στο οποίο βρίσκεται μια λίμνη σαν πισίνα της οποίας το βάθος δεν ξεπερνά το ύψος ενός κουνουπιού που είναι έτοιμο να με κατασπαράξει όταν το πιάνω από τη μουσούδα που στάζει αίμα από το μεσημεριανό του γεύμα και πέφτουμε μαζί πάνω σε βράχους που τους χτυπάει το κύμα χωρίς να κάνει θόρυβο παρά μονάχα όταν απομακρύνεται για να πάρει φόρα από την απέναντι όχθη στην οποία καταφθάνω καβάλα στο κουνούπι και διεξάγω έναν πόλεμο από τον αέρα με τους ντόπιους που με προσκυνούν κάνοντας θυσίες και βρίζοντας τον θεό που προσκυνούν τρώγοντας το κουνούπι ωμό και γλείφοντας τα χέρια μου για να μη στεγνώσουν από τον ζεστό αέρα που έχει σηκωθεί εντελώς ξαφνικά κάνοντας τα παιδιά να τρέχουν προς όλες της κατευθύνσεις τραβώντας εμένα από την παραδοσιακή φούστα που μου έχουν φορέσει και μου είναι στενή στον καβάλο και μια μοδίστρα προσπαθεί να μου το διορθώσει ενώ με χουφτώνει και με παίρνει στο στόμα της ρουφώντας με όλη της τη δύναμη σαν να θέλει να με καταπιεί ολόκληρο φωνάζοντας ταυτόχρονα κάτι σε μια γλώσσα που δεν γνωρίζω σε έναν άντρα που τρέχει κατά πάνω μου με άγριες διαθέσεις ενώ με προσπερνάει χωρίς μάτια στις κόγχες του και σκουλήκια για μαλλιά που σκαρφαλώνουν πάνω στα χέρια μου που έχουν σκουριάσει και που τα τρίβω με ένα γυαλόχαρτο που έχει αντηλιακό με μικρό δείκτη προστασίας ενώ οι ιθαγενείς αναγιγνώσκουν ένα βιβλίο του Αντρέα Εμπειρίκου άλλοι γελάνε άλλοι κλαίνε ενώ μαλακίζονται ταυτοχρόνως κάτω από μια γέφυρα με σκοινιά στα οποία κρέμονται διάφοροι ταχυδρόμοι με στολές αστυνομικών χαιρετώντας κάτι αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού που περνάνε αργά από δίπλα μου σαν να θέλουν να τα ακολουθήσω ενώ εγώ πηδάω σε μια νεκροφόρα που παίζει Μπομπ Μάρλεϊ στη διαπασών ενώ ο οδηγός είναι νεκρός και μου χαμογελάει…
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ