Στον κύκλο των μυημένων μαθητών του – κυρίως στο Κέντρο για τη Βία και τη Θρησκεία – είναι κοινός τόπος ότι το έργο του δεν έχει αναγνωριστεί όσο θα απαιτούσε η εποχή των θρησκευτικών φανατισμών, των τρομοκρατικών επιθέσεων και της διαμεσολαβημένης πληροφορίας (social media). Βασικό «σκάνδαλο», για να δανειστούμε μία από τις λέξεις του ίδιου του Ρενέ Ζιράρ, που πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια, είναι η χριστιανική οπτική μέσα από την οποία αναλύει το φαινόμενο της βίας και της επιθυμίας. Η ανάγνωση αυτή έχει σημείο εκκίνησης τη Βίβλο και τα Ευαγγέλια, τα οποία, όμως, ο γαλλοαμερικανός στοχαστής θεωρούσε – όπως και η Σιμόν Βέιλ – περισσότερο «ανθρωπολογία» και λιγότερο «θεολογία». Ακόμη και υπό την αίρεση για τη γενική ισχύ της, η θεωρία του Ζιράρ περί «μιμητικής επιθυμίας», την οποία έχει αναπτύξει ήδη από τη δεκαετία του 1960, παραμένει η δική του κατάθεση στην ιστορία των ιδεών του 20ού αιώνα. Γεγονός μάλιστα που τον έφερε σε αντιπαράθεση με διανοητές από την πλευρά της Νέας Κριτικής, του στρουκτουραλισμού και της αποδόμησης.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ