Με ποδοσφαιρικούς όρους, το Μέγαρο Μαξίμου προσπαθεί να πετάξει την μπάλα στην εξέδρα. Οχι για να «κλέψει» χρόνο στις καθυστερήσεις και να διαφυλάξει ένα θετικό αποτέλεσμα, αλλά από προφανή αδυναμία να δώσει απαντήσεις σε σοβαρά ερωτήματα που μπορούν να αποδειχθούν κρίσιμα και στην αφετηρία μιας προεκλογικής εκστρατείας. Οι καταγγελίες του επιχειρηματία Ευάγγελου Μαρινάκη διατυπώθηκαν δημόσια και αποκαλύπτουν πώς κινείται στο παρασκήνιο μια κυβέρνηση που επιδιώκει να φτάσει στις κάλπες, κρατώντας στο ένα χέρι τη ρομφαία της κάθαρσης στην πολιτική ζωή και στο άλλο το φωτοστέφανο ενός ηθικού πλεονεκτήματος – που διαφημίζει ο Αλέξης Τσίπρας πριν ακόμη εγκατασταθεί στο Μέγαρο Μαξίμου.
Στην πραγματικότητα, είναι ο Πρωθυπουργός εκείνος που καλείται να δώσει απαντήσεις επί της ουσίας – και το αντιλαμβάνεται σχεδόν σύσσωμο το πολιτικό προσωπικό. Ο πρώην υπουργός Γιάννης Μανιάτης το έθεσε χθες με τρόπο που καλύπτει όποιον βρίσκεται στα βουλευτικά έδρανα: «Αν δεν είχε δίκιο ο κ. Μαρινάκης, θα έπρεπε ο Αλέξης Τσίπρας να τον διαψεύσει μέσα σε μισή ώρα…». Ακόμη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ περιμένουν τις πρωθυπουργικές απαντήσεις για να μπουν στη συζήτηση. Αλλά δύο 24ωρα μετά, απαντήσεις δεν υπάρχουν. Παρά μόνο απειλές και ένα αναμάσημα δηλώσεων που από καιρό συντηρούν μια στοχοποίηση. Οσο θα παραμείνει σε αυτήν τη γραμμή άμυνας ο Αλέξης Τσίπρας και η πρωθυπουργική ομάδα, το πιθανότερο είναι ότι τα καταγγελλόμενα από τον Ευάγγελο Μαρινάκη θα αναδειχθούν σε βασικά προεκλογικά ερωτήματα, παρά θα ατονήσουν. Κυρίως επειδή αναδεικνύουν – και μάλιστα σε καθοριστικά θέματα για την εικόνα μιας ευνομούμενης δημοκρατικής πολιτείας – το ύφος και το ήθος μιας εξουσίας που βρίσκεται μπροστά στην ώρα της (λαϊκής) κρίσης.
Οι δημόσιες καταγγελίες ή διαψεύδονται ή επιβεβαιώνονται και συνοδεύονται από εξηγήσεις. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει – και αυτός που ήδη αναζητείται, το μόνο που καταφέρνει είναι να επιτείνει το κυβερνητικό αδιέξοδο. Τα δύο κρίσιμα ερωτήματα που ανακύπτουν από όσα ανέφερε ο επιχειρηματίας είναι απλά: πρώτον, υπήρξε ή όχι αίτημα προς τον Ευάγγελο Μαρινάκη για ιδιωτική δανειοδότηση του εργολάβου Καλογρίτσα, προκειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ να εξασφαλίσει τη λειτουργία ενός απολύτως ελεγχόμενου τηλεοπτικού σταθμού; Και δεύτερον, ζητήθηκε ή όχι στη διεύθυνση των εφημερίδων του πρώην ΔΟΛ να εγκατασταθούν τοποτηρητές του Μεγάρου Μαξίμου; Για κανένα από τα δύο ερωτήματα η σιωπή δεν είναι χρυσός, ιδίως σε μια περίοδο που θα πρέπει καθημερινά να βρίσκεται σε κάποιο προεκλογικό μπαλκόνι.
Μέχρι προχθές και με ορίζοντα την 26η Μαΐου, στο Μέγαρο Μαξίμου κινούνταν με τη βεβαιότητα πως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα ελέγξουν την υπόθεση Πετσίτη και θα φτάσουν στις κάλπες με σχεδόν μοναδικό πρόβλημα την κάλυψη της ζημιάς από τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ο Βορράς ήταν μια υπόθεση ειδικού χειρισμού που θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα. Μέσα από μια γενική κινητοποίηση, όπως το επεξεργάζονταν και στο Μαξίμου, το ζητούμενο ήταν μια διαχειρίσιμη ήττα, που θα επιτρέπει στην κυβέρνηση να φτάσει έως το φθινόπωρο. Εάν τα πράγματα στις 26 Μαΐου στραβώσουν για τα καλά, εν ολίγοις, εάν καταγραφεί μια καθολική αποδοκιμασία για την κυβέρνηση και το «φύγετε» αποκτήσει χαρακτηριστικά παλλαϊκού αιτήματος μέσα από τις κάλπες, στο πρωθυπουργικό επιτελείο γνωρίζουν καλά ότι μια νέα εκλογική αναμέτρηση έως το τέλος Ιουνίου μπορεί να καταστεί αναπόφευκτη. Σε μια κυβέρνηση που αποδεδειγμένα θα βρίσκεται σε αποδρομή, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι παράγοντες της αγοράς έχουν τον τρόπο τους για να δείξουν άμεσα στην έξοδο. Εάν η κάλπη φωνάξει, το φθινόπωρο θα βρίσκεται μακριά.
Οι δημόσιες καταγγελίες Μαρινάκη, όσο παραμένουν αναπάντητες, θα εξελίσσονται σε μια νέα πληγή για το Μέγαρο Μαξίμου. Πρωτίστως, όμως, έδειξαν ότι ο Αλέξης Τσίπρας οδεύει προς τις εκλογές μέσα σε ένα απρόβλεπτο σκηνικό που μπορεί να κρύβει πολλές εκπλήξεις.