Ο Πρωθυπουργός διαμαρτύρεται – και σωστά – για την κατηγορία της «προδοσίας» που του προσάπτει η εθνικιστική Δεξιά σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Τι εννοεί όμως ο ίδιος όταν κατηγορεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι στηρίζει έναν υποψήφιο για την προεδρία της Κομισιόν που είναι «ανθέλληνας»; Είναι πολιτικό επιχείρημα εντός του δημοκρατικού τόξου αυτός ο χαρακτηρισμός ή ένας χαρακτηρισμός απευθείας βγαλμένος από το οπλοστάσιο της Ακρας Δεξιάς την οποία υποτίθεται ότι μάχεται; Σε φιλέλληνες και ανθέλληνες χωρίζεται ο κόσμος;
Δεν είναι η πρώτη φορά που βουτά ο Πρωθυπουργός στα θολά νερά της εθνικιστικής ρητορικής. Ηταν πριν αναλάβει την εξουσία όταν διατράνωνε από το βήμα της Βουλής πως «κάποιοι εδώ μέσα δεν είναι και πολύ Ελληνες». Ηταν την ίδια περίοδο που υποδείκνυε ως εχθρό της Ελλάδας τη γερμανίδα καγκελάριο και τους πολιτικούς του αντιπάλους ως μερκελιστές, ενώ δεν καταδίκασε ποτέ τους συμμάχους του που μιλούσαν για Κουίσλινγκ και γερμανοτσολιάδες. Η καγκελάριος βγήκε στο μεταξύ από το κάδρο. Για να μπει στο στόχαστρο της πρωθυπουργικής πατριδοκαπηλίας ο υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.
Ο Πρωθυπουργός προσφέρει κακή υπηρεσία σε μια χώρα που βάφτισε πολλές φορές «ανθελληνισμό» ό,τι δεν συμβάδιζε με τα συμφέροντά της. Ηταν μια πλάνη που προσπάθησε να αποτινάξει από τη χώρα ένας ηγέτης της δημοκρατικής παράταξης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν έλεγε ότι δεν υπάρχουν δίκαια, αλλά συμφέροντα. Μόνο που δεν μπορεί κανείς να διεκδικεί την κληρονομιά του Βενιζέλου και να μιλάει σαν εθνικόφρων του περασμένου αιώνα.