Καθώς πλησιάζει η ημέρα που η Ορθοδοξία γιορτάζει την Ανάσταση, οι συμβολισμοί με την ανάσταση της ελληνικής οικονομίας πληθαίνουν, με «φόντο» τις ευρωπαϊκές εκλογές.
Πράγματι, αν παρατηρήσει κανείς ορισμένους βασικούς οικονομικούς δείκτες του 2018, διαπιστώνει ότι η δημοσιονομική διαχείριση ήταν συγκρατημένη (πλεόνασμα εσόδων 1,1% του ΑΕΠ) και η μείωση των επιτοκίων των 10ετών ομολόγων ήταν σημαντική (σημερινό επιτόκιο περίπου 3,3%). Ταυτόχρονα, σημειώθηκε αύξηση των εξαγωγών (περίπου 11% χωρίς πετρελαιοειδή) και μια μικρή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Σχετικά θετικά επιτεύγματα, μέσα στον χρόνο που η χώρα βγήκε από τα Μνημόνια και ταυτόχρονα μπήκε στους πειρασμούς της προεκλογικής περιόδου.
Ομως, από την άλλη πλευρά ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ παραμένει λίγο κάτω από το 2%, ενώ το κρίσιμο μέγεθος των καθαρών επενδύσεων καθηλώθηκε σε αρνητικά μεγέθη και έχουν περικοπεί οι δημόσιες επενδύσεις. Η ανεργία, αν και μειώνεται, παραμένει περίπου στο 20%. Ο ρυθμός μείωσης των κόκκινων δανείων είναι χαμηλός, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η ευχέρεια του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει την εγχώρια οικονομία. Ταυτόχρονα, το δημόσιο χρέος βρίσκεται στο δυσθεώρητο ύψος του 181% του ΑΕΠ ή 335 δισ. ευρώ, πράγμα που θα δυσκολέψει κάθε μελλοντική διαπραγμάτευση με τους δανειστές για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2% μέχρι το 2060).
Η άνιση φορολογική επιβάρυνση των πολιτών συνεχίζεται (20% των φορολογουμένων πληρώνει το 80% των φόρων) με αποτέλεσμα να υποφέρουν φορολογικά ορισμένες κατηγορίες φορολογουμένων της μεσαίας εισοδηματικής τάξης, με πρώτο θύμα τους μισθωτούς του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Ο απολογισμός, καθώς είναι αμφίσημος, επιτρέπει την ανάδειξη των θετικών σημείων από την κυβέρνηση και των αρνητικών από την αντιπολίτευση. Το ζήτημα όμως είναι ότι η ελληνική οικονομία έπειτα από σχεδόν δέκα χρόνια βαθιάς κρίσης, είναι αναγκαίο να αποκτήσει επιτέλους μεγαλύτερη ώθηση με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Μόνο έτσι θα καλυφθεί το χαμένο έδαφος (σωρευτική μείωση του ΑΕΠ 25%), θα αντισταθμιστεί η υποχρέωση του υπερβολικού πρωτογενούς πλεονάσματος και θα αισθανθούν οι πολίτες την αύξηση των εισοδημάτων τους.
Δεν αποτελεί πρωτοτυπία να επαναληφθεί ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, που θα αυξήσει την παραγωγή και την παραγωγικότητα, θα μειώσει ριζικά την ανεργία και θα συγκρατήσει τη μετανάστευση των εκπαιδευμένων νέων από τη χώρα μας. Οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας πορείας είναι πολύ γνωστές: εμπέδωση εμπιστοσύνης στο μέλλον της χώρας, μείωση φορολογίας και ταχύτητα αποφάσεων από τη δημόσια διοίκηση και τη δικαιοσύνη.
Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και αντιπρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός