Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που η λογοτεχνία σηκώνει ψηλά τα χέρια. Υποκλίνεται με σεβασμό μπροστά στην αληθινή ζωή. Προκειμένου να γίνει πλήρως κατανοητό το εξωφρενικό του πράγματος, επιτρέψτε μου να το μεταφέρω στα καθ’ ημάς. Ας επιλέξουμε μια ταραγμένη εποχή. Το 1948, ας πούμε. Τη χειρότερη χρονιά του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Η αδελφοκτονία – που ατύπως έχει ξεκινήσει από το 1943 – μετράει ήδη χιλιάδες νεκρούς και πολλαπλάσιους κατεστραμμένους· ούτε φαίνεται φως στην άκρη του τούνελ. Την ίδια χρονιά ένας δημοφιλής κωμικός ηθοποιός του θεάτρου, ονόματι Βασίλης Ταυλαρίδης, αλλά γνωστός στο πανελλήνιο με το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο Λογοθετίδης, πενηντάχρονος (ωστόσο, όπως σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί της δικής του ταλαιπωρημένης γενιάς, δείχνει ηλικιακά πιο ώριμος), εγκαινιάζει μια μόδα που θα γνωρίσει μεγάλες πιένες την επόμενη και τη μεθεπόμενη δεκαετία: τη μεταφορά μιας θεατρικής επιτυχίας στον κινηματογράφο. Το έργο είναι «Οι Γερμανοί ξανάρχονται…» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου, τεράστιο σουξέ στο θέατρο Κοτοπούλη την αμέσως προηγούμενη χρονιά. Το μήνυμα του έργου είναι τόσο απλοϊκό, όσο και ασυνήθιστα θαρραλέο σε καιρούς όπου το να μην ενταχθείς σε μια παράταξη μπορούσε να αποβεί πιο ολέθριο για τη σωματική σου ακεραιότητα από το να ενταχθείς σε μία, καθώς κινδύνευες πλέον αμφίπλευρα: για να μονοιάσουν οι Ελληνες χρειάζονται μια νέα γερμανική κατοχή· ίσως μονάχα έτσι σταματήσουν το αλληλοφάγωμα.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ