Η κυβέρνηση επιδίδεται σε έναν αγώνα μέχρις εσχάτων για να αλλάξει την ατζέντα. Κι ο λόγος είναι σαφής. Είναι το φάντασμα της βαριάς ήττας σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που πλανάται πάνω από το Μέγαρο Μαξίμου, είναι ο φόβος ότι η καταδίκη από τους πολίτες θα έχει τη μορφή της εκλογικής συντριβής. Ο φόβος αυτός οδηγεί την κυβέρνηση στη χρήση ενός δημοσιονομικού χώρου που είναι αμφίβολο ότι υπάρχει στην πραγματικότητα.
Πέρα όμως από το πρόβλημα του χώρου, δηλαδή από ένα πρόβλημα οικονομίας, υπάρχει και ένα πρόβλημα πολιτικής ουσίας. Και η πολιτική ουσία είναι πως είναι αδύνατον να αλλάξει μέσα σε είκοσι ημέρες ό,τι παγιώθηκε τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Τι παγιώθηκε αυτή την τετραετία; Η υπερφορολόγηση ως βασικός άξονας της οικονομικής πολιτικής. Ως πολιτική επιλογή, στόχος της οποίας ήταν η δημιουργία υπερπλεονασμάτων που θα θυσιάζονταν κάποια στιγμή στον βωμό της παροχολογίας.
Αυτό όμως που κατάφερε να δημιουργήσει η κυβέρνηση ήταν μια μέγγενη. Η υπερφορολόγηση οδήγησε στην υπερχρέωση των φορολογουμένων απέναντι στο Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Και μπορεί με τις 120 δόσεις ή άλλες φοροαπαλλαγές να χαλαρώνει κάπως η μέγγενη, αλλά το ερώτημα παραμένει: πιστεύει η κυβέρνηση πως θα της αναγνωρίσουν οι πολίτες αυτή τη χαλάρωση όταν είναι η ίδια που έσφιξε τη μέγγενη έως εκεί που δεν έπαιρνε; Η τελική απάντηση θα δοθεί ασφαλώς στις κάλπες. Αλλά το φάντασμα της βαριάς ήττας είναι ήδη εδώ.