Στις 8 Μαΐου 1945 ολοκληρώνεται στη Σύμη το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ταυτόχρονα σημαδεύεται η αρχή για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου ύστερα από σκλαβιά 600 και πλέον χρόνων. Την ημέρα αυτή στη Σύμη οι Γερμανοί υπέγραψαν την παράδοση των νησιών της μαρτυρικής Δωδεκανήσου στις συμμαχικές δυνάμεις, ουσιαστικά δηλαδή στη Βρετανία. Βέβαια, είχαν προηγηθεί η κατάρρευση της Γερμανίας και του φασιστικού καθεστώτος της Ιταλίας, η αυτοκτονία του Χίτλερ και η επικράτηση των συμμαχικών δυνάμεων στην Ευρώπη.

Τι έγινε όμως στη Σύμη στις 8 Μαΐου 1945; Υστερα από συνεννοήσεις με τους Αγγλους, ο γερμανός διοικητής του Ανατολικού Αιγαίου Οτο Βάγκενερ φτάνει στη Σύμη με μια τορπιλάκατο. Ο γερμανός στρατηγός με γρήγορο βήμα κατευθύνεται στο σπίτι του Καμψώπουλου, όπου τον περιμένουν άγγλοι και γάλλοι αξιωματικοί και οι έλληνες Ιερολοχίτες. Εκεί ο άγγλος ταξίαρχος Τζέιμς Μόφατ λέει στον γερμανό στρατηγό: «Δέχεστε να υπογράψετε την παράδοση των στρατευμάτων σας;».

Με αργή και βραχνή φωνή αμετανόητος ο Βάγκενερ απαντά: «Εκτελώ διαταγές. Εάν είχα το δικαίωμα ποτέ δεν θα υπέγραφ !..». Εσκυψε και χωρίς άλλη κουβέντα υπέγραψε. Ο υπασπιστής του ήταν έτοιμος να δακρύσει. Τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα βλοσυρό και έσπευσε να παραδώσει το περίστροφό του στον άγγλο ταξίαρχο: «Το τρόπαιο αυτό ανήκει στον Ιερό Λόχο» απαντά ο Μόφατ. Τότε ο Γερμανός απαντά με ένα ξερό «ja» (ναι) και παραδίδει το περίστροφο στον παριστάμενο διοικητή του Ιερού Λόχου, συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε.

Γιατί, όμως, επελέγη η Σύμη για να γίνει η παράδοση των γερμανικών στρατευμάτων; Στη Σύμη λειτούργησαν σημαντικά κατασκοπευτικά κλιμάκια με κορυφαίο αυτό στη Μονή του Πανορμίτη με τον ηγούμενο Χρύσανθο Μαρουλάκη, τον μυκονιάτη στρατιωτικό Φλώρο Ζουγανέλη και τον Μιχάλη Λάμπρου, τους οποίους εκτέλεσαν οι Ιταλοί κατά τη μεταφορά τους από το μοναστήρι στον Γιαλό. Είναι απαραίτητο να μνημονεύσουμε τα ονόματα ορισμένων (από τους πολλούς) Συμιακών που αποτελούσαν το κατασκοπευτικό κλιμάκιο, όπως ο Φώτης Κατσουράκης, ο Νικόλας Τσατταλιός (με το παρατσούκλι Γιαταγάνας – πολύτιμος πληροφοριοδότης από το ιταλικό στρατόπεδο) και ο γιος του Λευτέρης, ο Λευτέρης Τσατταλιός και ο γιος του Λεωνίδας, ο Γιώργος Μυλωνάκης, ο Λουκάς Ξανθός , ο Σταύρος Σμυρνάκης, ο Κώστας Κατσιμπρής, ο Αντώνης Αγγελίδης και ο Ανδρέας Μοσχόβης. Οι δύο τελευταίοι ήταν δάσκαλοι και εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς τον Μάρτιο του 1944. Στα διάφορα κλιμάκια μετείχαν ακόμη πολλοί βοσκοί, ψαράδες και γυναίκες, όπως οι Κατίνα και Ειρήνη Κατσουράκη και οι Ζαφείρα και Αννα Ξανθού.

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1944 το βράδυ μια ομάδα άγγλων κομάντος με έλληνες Ιερολοχίτες, με διοικητή τον ταγματάρχη Τζοκ Λαπράικ, πλησιάζουν στο λιμάνι της Σύμης.  Με ένα αναδιπλούμενο κανό ο λοχαγός Αντερ Λάσεν και μέσα σε έναν καταιγισμό πυρών κατορθώνει να φτάσει στην προκυμαία και μαζί με τους άνδρες του εξουδετερώνουν τη φρουρά και απελευθερώνουν το νησί. Και το μοναδικό πρόβλημα των Αγγλων – όπως υπογραμμίζεται σε σχετικές αναφορές – είναι το αίτημα των κατοίκων να εκτελεστούν οι 140 ιταλοί αιχμάλωτοι για τους οποίους οι Συμιακοί έτρεφαν μεγάλο θυμό και οργή.

Από τη Σύμη ξεκινούσαν πολλές επιχειρήσεις των συμμαχικών δυνάμεων στο Αιγαίο, ενώ ταυτόχρονα κατέφθαναν στο νησί πολλοί φυγάδες από άλλα νησιά – κυρίως από τη Ρόδο – που εξακολουθούσαν να είναι υπό την κατοχή των Γερμανών.

Το δωδεκανησιακό ζήτημα αποτέλεσε αντικείμενο πολλών συζητήσεων και το μοναδικό «κίνητρο» των Συμμάχων για να μπει η Τουρκία στον πόλεμο. Ο Τσόρτσιλ όμως άρχισε να κάμπτεται ιδιαίτερα ύστερα από μια αναφορά του Αντονι Ιντεν , η οποία μεταξύ άλλων έγραφε και τα εξής: «Θα ήμουν ιδιαίτερα απρόθυμος να προσφέρω τη Ρόδο στους Τούρκους ή οποιοδήποτε άλλο τμήμα των Δωδεκανήσων. Από παράδοση και συναισθηματικά, τα νησιά αυτά είναι ελληνικά». Η επιστολή του Ιντεν σε κάθε σελίδα της φέρει χειρόγραφη τη λέξη «συμφωνώ» και τη μονογραφή του Τσόρτσιλ.

H βοήθεια των Συμιακών στους Ροδίτες

Στις δύσκολες μέρες που πέρασε η Ρόδος – κυρίως την περίοδο του 1944 – με τη γερμανική κατοχή, πολλοί Συμιακοί βοήθησαν για να αντιμετωπιστούν πολλά προβλήματα. Και όταν οι κάτοικοι της Ρόδου πέθαιναν από την πείνα, ο συμιακός γιατρός (και μετέπειτα δήμαρχος Ρόδου) Μιχαήλ Πετρίδης ανέλαβε την πρωτοβουλία να φροντίσει ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός να φέρει τρόφιμα στο νησί.