Στο κατώφλι του εικοστού πρώτου αιώνα, η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Από τη μία, συναντάται ξανά με το φάντασμα της Ακροδεξιάς, του εθνικισμού και του ρατσισμού και από την άλλη καλείται να παράξει τις πολιτικές εκείνες που θα είναι προς όφελος των λαών και των πολιτών της.
Η κρισιμότητα της ιστορικής αυτής περιόδου δεν είναι προϊόν παρθενογένεσης, ούτε αποδίδεται στον συγχρονισμό συγκυριών και συμπτώσεων. Αντίθετα, είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένης πολιτικής κατεύθυνσης που ξεγυμνώνει πλήρως το σαθρό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Είναι η ίδια η ΕΕ, η οποία διαψεύδοντας τους ίδιους της τους πολίτες, λειτουργεί ξεκάθαρα και με τον πλέον εμφατικό τρόπο σε βάρος τους, υιοθετώντας απολύτως το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, ενισχύοντας τα συμφέροντα των λίγων (τραπεζικό σύστημα, πολυεθνικές, λόμπι κ.ά.) έναντι των πολλών.
Είναι αυτή η πολιτική της ΕΕ που θρέφει τον φασισμό, που στρέφει μέρος της κοινωνίας σε ακροδεξιά μορφώματα ή/και λαΐκιστικες πολιτικές δυνάμεις, που εμφανίζονται ως δήθεν φωνές αντίδρασης και αντίστασης στην ευρωενωσιακή εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού.
Οι ευρωπαίοι πολίτες δεν πρέπει να παγιδευτούν σε ένα κίβδηλο και υποτιμητικό δίλημμα. Ουδέποτε στην ανθρώπινη ιστορία, αυτός (η ΕΕ) που δημιούργησε ένα πρόβλημα (ακροδεξιά στροφή) το έλυσε. Αντίθετα, το χρησιμοποίησε για να διαιωνίζεται μία συγκεκριμένη κατάσταση (τρέχουσα πολιτική).
Και προς αυτήν την κατεύθυνση, χρησιμοποίησε κάθε δυνατό τρόπο από το ομολογουμένως πλούσιο οπλοστάσιο που είχε στη διάθεσή του. Υπό αυτό το πλαίσιο, δεν είναι καθόλου τυχαίο το πρόσφατο παράδειγμα στη χώρα μας, με τις δηλώσεις του ΠτΔ Προκόπη Παυλόπουλου.
Ο ΠτΔ κάλεσε στο σύνολό τους τους ευρωπαίους πολίτες να προστατεύσουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έναντι των μορφωμάτων λαϊκισμού και ρατσισμού που το επιβουλεύονται, ταυτίζοντας αφενός μία ολόκληρη ήπειρο με την ΕΕ, αποφεύγοντας αφετέρου να κάνει την παραμικρή νύξη ποιος και γιατί ενισχύει αυτά τα μορφώματα.
Τα αποτελέσματα των πρόσφατων ισπανικών εκλογών είναι μία ενδεικτική αποτύπωση της κατάστασης στην ήπειρό μας. Η ανάδειξη του ακροδεξιού VOX ως κοινοβουλευτική δύναμη καταδεικνύει το πρόβλημα που προκύπτει από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές και χρησιμοποιείται ως «μπαμπούλας» για τη διατήρησή τους, εν προκειμένω από την παρηκμασμένη και ξεπερασμένη δήθεν Σοσιαλδημοκρατία (PSOE του Πέδρο Σάντσεθ).
Στη χώρα μας, η κατάσταση δεν διαφέρει ιδιαίτερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πλήρως υποταγμένος στον νεοφιλελευθερισμό των διευθυντηρίων των Βρυξελλών και τον μιλιταρισμό των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, προτάσσει το ψευδεπίγραφο ερώτημα «πρόοδος ή συντήρηση;», προβάλλοντας τον εαυτό του ως πρόοδο και τη Δεξιά και την Ακροδεξιά ως συντήρηση και φασισμό.
Ομως, το ερώτημα δεν είναι νεοφιλελευθερισμός ή Ακροδεξιά που τη γεννάει ο καπιταλισμός – νεοφιλελευθερισμός. Το ερώτημα είναι μία άλλη Ευρώπη με επίκεντρο τον άνθρωπο και πολίτη της ή οι τρέχουσες πολιτικές που γεννούν και παράγουν λιτότητα, φτώχεια, ένδεια, κατάργηση εργασιακών και κοινωνικών κεκτημένων, κατάλυση δημοκρατικών δικαιωμάτων, φασισμό, εθνικισμό, μισαλλοδοξία.
Στις επικείμενες ευρωεκλογές, είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ, μία πλατιά συστράτευση και συμπόρευση των πραγματικών αριστερών και δημοκρατικών δυνάμεων προς αυτήν την κατεύθυνση: την ανατροπή των κυρίαρχων πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού.
Η Λαϊκή Ενότητα είναι μία τέτοια μετωπική προοδευτική συστράτευση και υπό το πλαίσιο αυτό, ως υποψήφια με το ευρωψηφοδέλτιο «Λαϊκή Ενότητα – Μέτωπο Ανατροπής» δηλώνω παρούσα και δίνω τη μάχη για μία άλλη Ευρώπη, την Ευρώπη των λαών και των πολλών.
Η Δέσποινα Σπανού είναι υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου της Λαϊκής Ενότητας και υποψήφια ευρωβουλευτής με τη Λαϊκή Ενότητα – Μέτωπο Ανατροπής