Η άλλοτε ακμάζουσα ελληνική μεσαία τάξη βίωσε τη δραματική υποβάθμισή της στα χρόνια της κρίσης. Επωμίσθηκε τεράστια βάρη για την εξυγίανση του σπάταλου κράτους. Η αύξηση των φόρων στο εισόδημα, στην κατανάλωση και στην περιουσία αλλά και των ασφαλιστικών εισφορών κατακρήμνισαν το μεσαίο εισόδημα.
Ομως, η μεσαία τάξη αποτελεί τον στυλοβάτη της οικονομικής προόδου αλλά και τον πυλώνα της δημοκρατικής σταθερότητας, της πολιτικής μετριοπάθειας και της συνοχής μιας κοινωνίας. Χωρίς μεσαία τάξη θα είμαστε μια ασπόνδυλη, ανισόρροπη και εν τέλει αποκρουστική κοινωνία της οικονομικής και πολιτικής πόλωσης, με τα 3/4 του πληθυσμού βυθισμένα στη φτώχεια. Η δε κοινωνική πλειοψηφία θα είναι αναγκασμένη να φυτοζωεί με επιδόματα και χάρες από τους εκάστοτε πολιτικούς πάτρωνες των πελατειακών δικτύων.
Είναι όμως εξίσου σημαντικό, αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα από αισιόδοξη οπτική, ότι η ελληνική μεσαία τάξη είναι η κοινωνική δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί και να στηρίξει την επιτακτικά ζητούμενη ανάταξη της χώρας. Μπορεί να αποτελέσει βασικό πυλώνα ενός νέου υποδείγματος παραγωγικής ανάπτυξης απέναντι στο μοντέλο του παρασιτικού δανεισμού που μας χρεοκόπησε. Στην Ελλάδα είναι καθοριστικό το βάρος της μεσαίας και μικρής παραγωγικής επιχείρησης και αποτελεί διαχρονικά τον κινητήριο μοχλό των οικονομικών εξελίξεων.
Είναι, λοιπόν, ανάγκη να ανατάξουμε την ελληνική μεσαία τάξη. Για τον σκοπό αυτόν θα πρέπει να μειώσουμε τους φόρους και τις εισφορές και να επιβραβεύσουμε την εργασία και την παραγωγή πλούτου αντί να την τιμωρούμε, όπως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική του δεν ήταν τίποτε άλλο από τη μετατροπή του πλεονάσματος σε δυσβάστακτο υπερπλεόνασμα με βασικό θύμα τη μεσαία τάξη και με αποκλειστικό στόχο την πολιτική και εκλογική εκμετάλλευση. Χωρίς καμία αμφισβήτηση, στην Ελλάδα δεν έχουμε οικονομική υπεραπόδοση, έχουμε φορολογική καταλήστευση. Γονατίζουμε τον πολίτη ως φορολογούμενο για να τον εξαγοράσουμε ως εκλογέα.
Στον χώρο της οικονομίας, πράγματι, υπάρχουν δύο διαφορετικά σχέδια. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε την αντιαναπτυξιακή οικονομική πολιτική των υπερπλεονασμάτων και του κρατικού επιδοματισμού. Η ΝΔ προτείνει, από καιρό, οικονομική πολιτική δυναμικής ανάπτυξης με τρίπτυχο τη μείωση φόρων, τον πολλαπλασιασμό των ιδιωτικών επενδύσεων, την ποσοτική και ποιοτική αύξηση της εργασίας. Η ΝΔ μιλάει για παραγωγική αύξηση του πλούτου ως προϋπόθεση σταθερής, αξιοπρεπούς και βιώσιμης κοινωνικής πολιτικής υπέρ των αδυνάμων. Ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει πολιτική ανακατανομής της υπερφορολογημένης οικονομικής στασιμότητας και μέσω του κρατικού επιδοματισμού μοιράζει συγκυριακές εκλογικές δωροεπιταγές.
Αποκλειστικά και μόνο με πολιτική δυναμικής ανάπτυξης, ποιοτικά εξωστρεφούς και βασισμένης στις επενδύσεις και ποσοτικά της τάξης του 4%, μπορεί η Ελλάδα να ανατρέψει ριζικά αυτή την πορεία καθήλωσης και εν τέλει παρακμής. Στο επίκεντρο μιας τέτοιας θετικής ανατροπής βρίσκεται η μεσαία τάξη. Και ως στόχος ανάταξης και ως κύριος συντελεστής ανάπτυξης.
Σημείο – κλειδί της ερχόμενης πολιτικής αλλαγής για την εφαρμογή ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος και ενός νέου μείγματος οικονομικής πολιτικής είναι η μείωση των υπερπλεονασμάτων. Για να το πετύχουμε, απαιτείται μεταρρυθμιστική αξιοπιστία και συνέχεια, που κινητοποιεί και μετασχηματίζει την οικονομία μας σε παραγωγική και βιώσιμη ανάπτυξη, ικανή να καλύψει τις εσωτερικές ανάγκες και τις εξωτερικές υποχρεώσεις.
Αυτή η συμφωνία – κλειδί με τους ευρωπαίους εταίρους που θα απελευθερώσει την ελληνική ανάπτυξη από τα σημερινά στάσιμα και αναιμικά της όρια είναι στο επίκεντρο της ευρωκάλπης. Την εγγυάται και θα την πετύχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως αυριανός πρωθυπουργός της χώρας. Είναι η μεγάλη προτεραιότητα της επόμενης μέρας στη μάχη της ΝΔ ενάντια στην κοινωνία των άκρων και της ισοπέδωσης, υπέρ μιας κοινωνίας ίσων ευκαιριών με αναβαθμισμένη τη μεσαία τάξη, στην οποία δυνητικά όλοι οι Ελληνες μπορούν να ανήκουν, και εν τέλει για την επιστροφή της χώρας μας στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, που δικαιούμαστε και αξίζουμε.
Ο Δημήτρης Καιρίδης είναι καθηγητής Διεθνούς και Ευρωπαϊκής Πολιτικής και υποψήφιος ευρωβουλευτής με τη ΝΔ