Η μάχη για τη Θεσσαλονίκη θα δοθεί ανάμεσα σε εκείνους που ορίστηκαν και διορίστηκαν και στις δυνάμεις της πόλης που δεν θέλουν πισωγυρίσματα. Για μια πόλη δυνατοτήτων όπως η Θεσσαλονίκη, η επικράτηση των πρώτων θα σημάνει τέσσερα χαμένα χρόνια που δεν μας περισσεύουν.
Υποψηφιότητες πρώτης γραμμής που φιλοδοξούν να κερδίσουν τις εκλογές, επί μήνες δοξάζονται κρυπτόμενες. Εκτιμούν ότι μόνο το κομματικό χρίσμα αρκεί για να τους οδηγήσει στον δημαρχιακό θώκο και μάλιστα επιλέγουν αντίπαλο δέος από την ίδια συνομοταξία ώστε να εγκλωβίσουν τους ψηφοφόρους. Αλλη μία υποτίμηση της Αυτοδιοίκησης, άλλο ένα καρφί στο σώμα της πόλης που τα τελευταία χρόνια έχει σωρεύσει προβλήματα και δεν ακούει λύσεις. Οι κομματικές υποψηφιότητες είναι σκηνοθετημένες. Προέκυψαν από πρωτοβουλία των κομμάτων. Θεωρούν δεδομένους τους Θεσσαλονικείς, σχεδόν υπηκόους μιας αυθεντικής εξουσίας που δεν λογοδοτεί και δεν σχετίζεται με την καθημερινότητα και την πραγματικότητα.
Ταχιάος και Νοτοπούλου επιθυμούν σφόδρα ο ένας την επικράτηση του άλλου και συμμετοχή αμφοτέρων στον β’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών. Ρωτώντας όμως κανείς τους δημότες της Θεσσαλονίκης αν θυμούνται μια δέσμευσή τους για την πόλη, θα διαπιστώσει ότι θα δυσκολευτεί να λάβει απάντηση. Αν μπορούσαν να μεταφέρουν την κοινοβουλευτική μάχη στην Πλατεία Αριστοτέλους, θα το έπρατταν. Αγγίζουν τα ζητήματα επιδερμικά και συνθηματικά, χωρίς γνωστικό και προγραμματικό βάθος. Αναμασούν κομματικά συνθήματα ελπίζοντας να πείσουν και να εγκλωβίσουν τους ψηφοφόρους σε έναν κακέκτυπο δικομματισμό. Αλλωστε, εάν οι πρόεδροι των κομμάτων επέλεγαν άλλα ονόματα από την επετηρίδα, το πιθανότερο θα ήταν να ασχολούνταν ακόμη και σήμερα με τα ενδιαφέροντά τους.
Ο μεν κ. Ταχιάος ως λύση ανάγκης για τη Νέα Δημοκρατία έρχεται από το μακρινό 1986 να μας μιλήσει για το μέλλον. Η δε κυρία Νοτοπούλου ως μετεωρικά ανελισσόμενη φέρελπις σε κυβερνητικές θέσεις αναμασά κυβερνητικά τσιτάτα σε εμφανή αμηχανία, μιας και δεν μπορεί σε δύο μήνες να μάθει την πόλη. Από την άλλη, οι κ.κ. Ορφανός και Βούγιας, αφού εξάντλησαν την κοινοβουλευτική τους διαδρομή, προσπαθούν να καμωθούν το «νέο» και το «διαφορετικό» και με συνταγές της δεκαετίας του 1990 να τρυπώσουν και να βολευτούν με μία θέση στα δημόσια πράγματα.
Είναι όμως αυτό το μέλλον που επιφυλάσσουν διάφορα συστήματα εντός και εκτός πόλης, μονόδρομος για τη Θεσσαλονίκη; Είναι αναπόδραστη εξέλιξη η επιστροφή στο παρελθόν και αποφάσεις ερήμην των Θεσσαλονικέων;
Η πόλη χρειάζεται δήμαρχο πλήρους απασχόλησης που θα τη γνωρίζει από άκρη σε άκρη. Δήμαρχο που θα την έχει περπατήσει και θα είναι ταγμένος στην υπόθεση της αλλαγής της, της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της και της αξιοποίησης των δυνατοτήτων της. Εναν δήμαρχο που θα θέλει και θα μπορεί να κάνει τη δουλειά και όχι να κάνει δουλειές με όχημα τη δημαρχία. Εναν δήμαρχο που θα αναδιατάξει όλους τους πόρους, όλους τους εργαζομένους και όλες τις δομές με στόχο την αποτελεσματικότητα. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης με 3.500 υπαλλήλους και 400 εκατομμύρια προϋπολογισμό είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης στη Βόρεια Ελλάδα. Το χάσμα ανάμεσα στις αντικειμενικές του δυνατότητες και στην εικόνα της πόλης είναι τεράστιο.
Η Θεσσαλονίκη τα επόμενα χρόνια έχει τη δυνατότητα να εκτοξευθεί, να υποδεχθεί περισσότερους τουρίστες, να ολοκληρώσει όλες τις μεγάλες υποδομές, να αναπλάσει ολόκληρες περιοχές και μέσα από φιλόδοξα προγράμματα αστικού σχεδιασμού να διατρανώσει στην οικουμένη τις ανανεωμένες φιλοδοξίες της. Φιλοδοξίες που υπερβαίνουν τη Βαλκανική, που υπερβαίνουν έναν βαθιά εγκατεστημένο επαρχιωτισμό όσων θέλουν να την κρατήσουν στα μέτρα τους.
Ο Κωνσταντίνος Ζέρβας είναι υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης