Με την ανακοίνωση της αύξησης της εισακτέων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, τη δεύτερη μέσα σε δύο χρόνια, ο υπουργός Παιδείας απέδειξε οριστικά πως έχει παραδώσει τον ευαίσθητο αυτόν τον τομέα στην υπηρεσία της ψηφοθηρίας. Δεν θα ήταν δε υπερβολή να πει κανείς πως ποτέ στο παρελθόν η ρουσφετολογική αντίληψη δεν είχε διαποτίσει σε τέτοιο βαθμό την εκπαιδευτική πολιτική.
Δεν είναι κάτι που τεκμαίρεται μόνο από την αύξηση των εισακτέων. Οι συγχωνεύσεις των ΤΕΙ με ΑΕΙ υπακούουν στην ίδια ακριβώς λογική. Ή μάλλον σε έναν παραλογισμό που, μεταξύ άλλων, θα οδηγήσει σε μια υπερπληθώρα μηχανικών, οι οποίοι θα είναι αδύνατον να βιοποριστούν από το αντικείμενό τους.
Τίποτε από αυτά δεν έλαβε υπόψη του ο υπουργός, ενώ αγνόησε τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις των πρυτάνεων να μην προχωρήσει σε ενέργειες που θα υπονομεύσουν το δημόσιο πανεπιστήμιο. Μόνο θλίψη προκαλεί το γεγονός ότι ο υπουργός αυτός προέρχεται από τον χώρο της Εκπαίδευσης. Αν και δίδαξε ως μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας, μοιάζει να μην έχει διδαχθεί τίποτε από τα προβλήματα που την ταλανίζουν. Δείχνει να αδιαφορεί για τα υπαρκτά προβλήματα για να αφοσιωθεί σε πολιτικές που θα είναι κομματικά και μόνο αποδοτικές.
Η πολιτεία του υπουργού Παιδείας συνιστά κακό παράδειγμα για το μέλλον. Στην περίπτωση της Παιδείας τα ρουσφέτια και οι εξυπηρετήσεις δεν είναι απλώς κακές πρακτικές. Είναι γάγγραινα που τρώει το σώμα της Εκπαίδευσης.