Την περασμένη Δευτέρα οι «Financial Times», η πιο έγκυρη ευρωπαϊκή οικονομική εφημερίδα, δημοσίευσε συνέντευξη του Πρωθυπουργού με τίτλο «Τσίπρας: Χρειαζόμαστε περισσότερες μεταρρυθμίσεις». Τα δύο τρίτα της συνέντευξης αναφέρονται στη Συμφωνία των Πρεσπών και στη δημιουργία συνθηκών σταθερότητας και συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή, χάρη στα οποία ο κ. Τσίπρας κέρδισε την υποστήριξη των ευρωπαίων και αμερικανών εταίρων, μετά και την περίφημη «kolotoumba» του 2015. Το υπόλοιπο της συνέντευξης αναφέρεται στην ανάγκη προσέλκυσης επενδύσεων και τη δυστοκία με την οποία η ελληνική γραφειοκρατία εκδίδει τις σχετικές άδειες. Ο κ. Τσίπρας αναγνωρίζει ότι οι καθυστερήσεις που προκαλούν οι δαιδαλώδεις διαδικασίες αποτελούν αντικίνητρο για τους επενδυτές, αλλά δηλώνει ότι είναι καλύτερα να ακολουθεί κανείς την προβλεπόμενη διαδικασία παρά να συναντά εμπόδια εκ των υστέρων. Παραδέχεται πάντως (πάλι καλά) ότι οι διαδικασίες επιδέχονται βελτίωση και δηλώνει ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστούν, επαναλαμβάνοντας τη χιλιοειπωμένη κοινοτοπία «οι μεταρρυθμίσεις είναι σαν το ποδήλατο – αν σταματήσεις πέφτεις κάτω».
Σχολιάζοντας το άρθρο οι αναγνώστες των «FT» αναρωτιούνται αν αποτελεί πληρωμένη διαφήμιση, διαφορετικά δεν μπορούν να εξηγήσουν πώς ο Πρωθυπουργός δεν ερωτήθηκε τι μεταρρυθμίσεις θα έκανε χωρίς την καθοδήγηση της τρόικας, γιατί η κυβέρνηση μποϊκοτάρει τις μεταρρυθμίσεις παρόλο που η χώρα τις χρειάζεται – όπως δηλώνει – και γιατί η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που θα δημοσιευτεί στις 5 Ιουνίου, δείχνει κίτρινη κάρτα για καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις που η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να εφαρμόσει. Στη συνέντευξη δεν γίνεται καμία συζήτηση για την ανομία που επικρατεί στην επικράτεια, την υποβάθμιση της παιδείας, τη διάβρωση των θεσμών, την αρνητική αντίδραση των αγορών στην παροχολογία, την κατάρρευση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και τη σπατάλη των χρημάτων των φορολογουμένων σε φιέστες εγκαινίων έργων που δεν λειτουργούν από έναν Πρωθυπουργό που θαυμάζει το καθεστώς Μαδούρο.
Στο εξωτερικό ο κ. Τσίπρας καθησυχάζει τους επενδυτές ότι οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις θα τηρηθούν, ενώ στο εσωτερικό μοιράζει προεκλογικά επιδόματα και επιλεκτικές φοροελαφρύνσεις εξαγοράζοντας ψήφους. Παρά τις προειδοποιήσεις του κ. Στουρνάρα ότι δεν υπάρχει διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος φέτος πέρα από όσα προβλέπονται στον προϋπολογισμό, δεν αρκέστηκε στα μέτρα που ήδη ανακοίνωσε, αλλά δήλωσε ότι στο τέλος του έτους η υπεραπόδοση της οικονομίας θα δώσει τη δυνατότητα για νέες παροχές. Ανακοίνωσε επίσης, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των πιστωτών, την μη εφαρμογή της ήδη ψηφισμένης περικοπής του αφορολογήτου το 2020, δημιουργώντας δημοσιονομικό κενό 2 δισ. ευρώ (1% του ΑΕΠ) και αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να μειωθεί αντίστοιχα ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Οι δηλώσεις του κ. Τσίπρα περί της ανάγκης μεταρρυθμίσεων είναι προκλητικά ανακόλουθες με την επιστροφή στις παλαιότερες πελατειακές πρακτικές εξαγοράς ψήφων με παροχές. Η διγλωσσία είναι προφανής. Τα μέτρα που ανακοίνωσε βασίζονται αποκλειστικά σε μικροπολιτικές σκοπιμότητες και δεν εντάσσονται σε καμία αναπτυξιακή στρατηγική. Αν ο κ. Τσίπρας ενδιαφερόταν για τους πολλούς, όπως δηλώνει, θα προωθούσε τις μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, από την οποία θα ωφεληθούν όλοι οι πολίτες. Αναδιανέμει τα υπάρχοντα εισοδήματα αντί να ενθαρρύνει τη δημιουργία νέου πλούτου και ύστερα του κακοφαίνεται ότι ο ρυθμός ανάπτυξης αναθεωρείται διαρκώς προς τα κάτω.
* Η Μιράντα Ξαφά είναι senior scholar στο Centre for International Governance Innovation (CIGI) και αντιπρόεδρος της Δράσης.