Γιος μιας γαλλίδας αστής και ενός ολλανδού λιθογράφου, προερχόμενος από οικογένεια ζωγράφων με ιδιαίτερη κλίση στα θρησκευτικά θέματα, δημόσιος υπάλληλος όλη του τη ζωή, ο Ζορίς-Καρλ Ουισμάνς έδωσε με το έργο του το πλήρες περιεχόμενο της λογοτεχνίας της παρακμής: εκκινώντας από το δόγμα «η τέχνη για την τέχνη» του αισθητισμού, έφτασε στην κατάργηση κάθε ηθικού δεσμού στην τέχνη∙ εστιάζοντας σε μια εξωφρενική εικονολογία του παράδοξου, εγκαταλείφθηκε «στη νέα, ωραία και ενδιαφέρουσα ασθένεια» της λογοτεχνίας (σύμφωνα με τον ορισμό του μελετητή Αρθουρ Σίμονς για το κίνημα της «Decadence»), στην εκλέπτυνση που γεννιέται από την πλήξη, στη διαστροφή που τροφοδοτείται από την κενότητα. Το «Ανάστροφα», το πιο γνωστό του έργο, γραμμένο το 1884, περισσότερο μανιφέστο παρά μυθιστόρημα, χωρίς προγραμματικές διακηρύξεις αλλά με ορατές τις πολιτικές και κοινωνικές του επιλογές, διαπνεόμενο από ριζοσπαστικό πεσιμισμό αλλά και θρησκευτικό πάθος, είναι στην πραγματικότητα ένα Bildungsroman, μυθιστόρημα μαθητείας. Ο ήρωας, ο αισθητιστής και παρακμιακός Ντεζ Εσέντ, κουρασμένος από τον «αδιάκοπο κατακλυσμό» της ανθρώπινης ανοησίας, με τις αισθήσεις κορεσμένες από τις κραιπάλες και με την ανία να τον πολιορκεί, αποφασίζει να δημιουργήσει ένα αισθητικό σύμπαν, μέσα στο οποίο θα διάγει έναν βίο «εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στον στοχασμό και στην ονειροπόληση». Η διαδρομή του αντανακλά το ιδεώδες του ίδιου του συγγραφέα, την προσωπική του εξέλιξη: αρχικά θαυμαστής του Ζολά, ο Ουισμάνς θα απομακρυνθεί από τις αρχές του ρεαλισμού, του νατουραλισμού και του ιμπρεσιονισμού, θα αναχθεί στις φλαμανδικές, ριζωμένες στο γκροτέσκο, καταβολές του, θα ενδύσει με σύμβολα το ιδεατό και θα οδεύσει στον δρόμο ενός αισθητικού αναχωρητισμού, γοητευμένος από τα «άνθη των εξαισίων κήπων ενός τόπου άλλου / που Θεωρίες, και Pυθμοί, και Γνώσεις κατοικούν», με τα λόγια του Κ.Π. Καβάφη, του τόπου της «σοφής καλαισθησίας», όπου ανθούν τα «πιστά δώρα» της τέχνης – αν και, τανύοντας την εκζήτησή του στο έπακρο, θα φτάσει να ποθεί «ύστερα από τα τεχνητά άνθη που μιμούνταν τα αληθινά, άνθη φυσικά που να μιμούνται τα ψεύτικα». Εξάλλου η φύση είναι μια κοινοτοπία, μια «στενόμυαλη κρονόληρη», εντελώς «ξεπερασμένη» σύμφωνα με τον Ντεζ Εσέντ. «Με την απεχθή ομοιομορφία των τοπίων της και των ουρανών της έχει εξαντλήσει οριστικά την ενδελεχή υπομονή των εκλεπτυσμένων ατόμων». Και καθώς αναζητεί εναγωνίως ένα αισθητικό απόλυτο στο οποίο θα μπορούσε αυτοβούλως να υποταχθεί, κοντοστέκεται εκστατικός μπροστά στο δάσος των εκπληκτικά τεχνουργημένων θρησκευτικών συμβόλων του καθολικισμού.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ