Σε ποιο ερώτημα θα απαντήσουν οι εκλογές; Στο ερώτημα «Τσίπρας ή Μητσοτάκης» όπως επιτάσσει ένα επικοινωνιακό life style; Στο ερώτημα ποια παράταξη (δηλαδή ποια σύνοδος συμφερόντων) ή ποια μορφή κράτους θα επικρατήσει; Ή στο, πλέον αναπάντητο, ποιο μοντέλο παραγωγής θα προταθεί; Δηλαδή ποια από τις μορφές παραγωγής αντιστοιχεί στις ανάγκες της χώρας και του λαού; Ή αλλιώς, ποια από τις προτάσεις πολιτικής διεύθυνσης αντιστοιχεί στις παραγωγικές ανάγκες, στις παραγωγικές επιδιώξεις; Μπερδεμένο. Ακριβώς γιατί η παραγωγή στη χώρα είναι καχεκτική, δεν έχει καταφέρει να επιβάλει τους λογικούς όρους του πολιτικού ερωτήματος που θα την συγκεφαλαιώνει και επομένως δεν έχει καταφέρει να ορίσει τα στρατηγικά χαρακτηριστικά της πολιτικής σκηνής και των συγκρούσεων. Για παράδειγμα, σήμερα, δεν είναι δυνατόν η κατοίκηση, άρα η οικοδομική έξαρση, να αποτελέσει τον κεντρικό αναπτυξιακό βραχίονα. Η αστικοποίηση και ο οικιστικός εκσυγχρονισμός ολοκληρώθηκαν, έπειτα από πολλές δεκαετίες ανόδου, έστω και με τους αβαθείς καταληκτικούς όρους της δεκαετίας του 2000. Επίσης η πρωτόλεια βιομηχανική ανάπτυξη έχει εδώ και χρόνια ενταφιαστεί απ’ την ίδια της την ανεπάρκεια. Οι κυβερνήσεις δεν έχουν καταφέρει να βρουν το πρωτόκολλο με το οποίο η χώρα μας θα εσωτερικεύσει και αφομοιώσει το εφοπλιστικό αγαθό. Να σημειώσουμε ότι ολόκληρη η νησιωτική Ελλάδα έζησε τις δύσκολες μεταπολεμικές δεκαετίες με τα εμβάσματα των εργαζομένων στη ναυτιλία. Ο «εκτατικός και ποσοτικός» τουρισμός επίσης έχει φτάσει στα όριά του. Από ένα σημείο και πέρα, τα εκατομμύρια επισκεπτών δεν εισφέρουν στην οικονομία. Αυτό που μένει ως μια ενδιαφέρουσα εκκρεμότητα είναι η ίδια η «παραγωγική υστέρηση». Δημιουργεί φτώχεια και παραγωγική θνησιγένεια, «επιτρέπει» όμως ένα μεγάλο, αδιευθέτητο παραγωγικό δυναμικό, που έχει σχέση με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, τον χωροταξικό εξορθολογισμό, την αισθητική, ιστορική, περιβαλλοντική και γεωλογική ποιότητα. Τα στοιχεία που δημιουργούν μια σπάνια χώρα και έναν δυσεύρετο μοντερνιστικό «αναχρονισμό» που καθιστά αυτή τη χώρα θελκτική και για επενδύσεις και για εγκατάσταση. Η χώρα μας δεν πέρασε από τις παραγωγικές επαναστάσεις του 19ου και του 20ού αιώνα, και η ανάπτυξή της βασίστηκε είτε σε μια «ενθαδικότητα» (μικρή τοπικά περιορισμένη αγροτική παραγωγή) είτε σε μια μεταναστευτική εξωστρέφεια (τα κύματα των συμπατριωτών που έζησαν και εργάστηκαν στο εξωτερικό). Οταν όμως καταστράφηκαν μεγάλες αστικές και περιβαλλοντικές ζώνες, λόγω της εκβιομηχάνισης, στις χώρες της βιομηχανικής επανάστασης, η Ελλάδα κατά κάποιον τρόπο «γλίτωσε» με την υπανάπτυξή της. Για παράδειγμα, τα ορεινά χωριά της «Αναπαράστασης» του Αγγελόπουλου, από αρχιτεκτονικά υπολείμματα, σιγά σιγά γίνονται προγραμματικοί στόχοι για τις πολιτικές της ΕΕ, μπορούν να μεταστραφούν σε εργαλεία μια ιδιάζουσας περιβαλλοντικής, αισθητικής και λογικής ανάπτυξης.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ