Προχθές πρωτοπήγα στης μάνας μου. Εννοώ στο μνήμα της. Από το απόγευμα της κηδείας της – ένδεκα χρόνια πριν – δεν είχα επιστρέψει εκεί, δεν είχα δει καν το όνομά της χαραγμένο στο μάρμαρο. Δεν το απέφευγα από άποψη. Δεν έβρισκα απλώς κανέναν λόγο. Τη νύχτα της Παρασκευής ονειρεύτηκα ότι ήθελα να της τηλεφωνήσω, να την καλέσω για φαΐ μα δεν κατάφερνα – λέει – με τίποτα να θυμηθώ το νούμερο ούτε του σταθερού ούτε του κινητού της. Ξυπνώντας ένιωθα πολύ έντονη την παρουσία της, «κάτι ζητάει από μένα» σκεφτόμουν. «Θα τής ανάψω ένα κεράκι…». «Λουλούδια να της πας!» είχε άλλη άποψη η συνονόματή της, εννιάχρονη κόρη μου. «Ερχεσαι μαζί;» τη ρώτησα. «Γιατί όχι;». Κυριακή μεσημέρι – καύσωνας σχεδόν – ψυχή ζώσα στο νεκροταφείο, αν εξαιρέσεις τον επαίτη στην είσοδο που άπλωνε μηχανικά το χέρι του, δεν έβρισκε όμως, μες στην ντάλα, το κουράγιο να πει το ποίημά του.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ