Δύο κόσμοι. Δύο διαφορετικές κοσμοθεωρίες για το τι επιτάσσει η εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος, ποια είναι η κανονικότητα, τι δέον γενέσθαι σε κρίσιμους τομείς της πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής. Αυτά συγκρούονται στις εθνικές εκλογές. Δεν τίθεται απλώς θέμα επιλογής δύο διαφορετικών προγραμμάτων. Κυρίως, κρίνεται από την επιλογή των πολιτών, εάν η Ελλάδα θα συνεχίσει να πορεύεται σε «πρότυπα» που εισήγαγε η απερχόμενη κυβέρνηση – τις περισσότερες φορές κόντρα στους θεσμούς και τη λαϊκή βούληση – ή εάν θα επανέλθουν σε ένα μεγάλο βαθμό πολιτικές πρακτικές που ακολουθήθηκαν επί χρόνια με τη ρητή ή σιωπηρή έγκριση της πλειοψηφίας των πολιτών.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα η άποψη περί του «κράτους δικαίου», περί του ευνομούμενου κράτους από τις δύο παρατάξεις. Τα Εξάρχεια της Αθήνας ως «άβατο» για την αστυνομία, για τον νόμο, για την τάξη, η ελεύθερη δράση περιθωριακών στοιχείων ακόμη και στους καλύτερα φυλαττόμενους χώρους, όπως η Βουλή, τα υπουργεία και οι πρεσβείες, ο «νόμος Παρασκευόπουλου» – ένα από τα πρώτα νομοθετήματα της παρούσας κυβέρνησης – με τον οποίο αποφυλακίστηκαν χιλιάδες κρατούμενοι…
Αλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το άσυλο στα πανεπιστήμια το οποίο, με τον τρόπο που εφαρμόζεται, έχει μετατρέψει τα εκπαιδευτικά ιδρύματά μας σε χώρους παραβατικότητας και ανομίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, επίσης, ο τρόπος με τον οποίο η σημερινή έκφραση της «κυβερνητικής Αριστεράς» οδήγησε στο σημείο οι κυβερνώντες να χρησιμοποιούν ως άλλοθι το «ηθικό τους πλεονέκτημα» και με αυτό, ως προμετωπίδα, να εφαρμόζουν τις πιο σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ψελλίζοντας απλώς δικαιολογίες περί αυταπατών, περί δήθεν εξαναγκασμού τους.
Τα παραπάνω δίνουν ανάγλυφα την εικόνα του σημερινού κυβερνητικού τοπίου του ΣΥΡΙΖΑ. Μια εικόνα που χαρακτηρίζεται από μία οπορτουνιστική λογική προκειμένου να παραμείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο στην εξουσία. Από την άλλη, στις 7 Ιουλίου οι έλληνες πολίτες έχουν να επιλέξουν μία παράταξη, τη Νέα Δημοκρατία, η οποία, σταθερή στις βασικές αρχές της, περί κοινωνικού κράτους, ευνομούμενης πολιτείας, ελεύθερης οικονομίας με κανόνες, συνεργασίας του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα, έρχεται να κυβερνήσει, εφόσον της το επιτρέψει ο λαός.
Επικεφαλής αυτής της προσπάθειας ένας νέος πολιτικός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος σε μόνιμη βάση επαναλαμβάνει τους βασικούς άξονες του προγράμματός του που περιλαμβάνουν μείωση φόρων, προσέλκυση επενδύσεων, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, τόνωση του αισθήματος ασφάλειας του πολίτη. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, δύο διαφορετικές πρακτικές, δύο διαφορετικοί πολιτικοί. Κυριάκος Μητσοτάκης και Αλέξης Τσίπρας. Μπορεί και οι δυο να βρίσκονται κοντά στην ηλικία, ωστόσο απέχουν παρασάγγας στον τρόπο που πολιτεύονται. Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης δεσμεύεται με φειδώ για συγκεκριμένα θέματα και δεν μοιράζει υποσχέσεις δεξιά κι αριστερά. Αντίθετα, ο Πρωθυπουργός επαναφέρει δημαγωγικές πρακτικές που μας γύρισαν χρόνια πίσω. Κατά την προσφιλή τακτική του – όπως ήλθε στην εξουσία το 2015 – ακολουθεί την ίδια πρακτική μοιράζοντας αφειδώς παροχές, υποσχέσεις και προσλήψεις.
Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Οι κυβερνήσεις δεσμεύονται για λιγότερα και οι αντιπολιτεύσεις ζητούν περισσότερα. Στην Ελλάδα του 2019 έχουμε τον Πρωθυπουργό να υπόσχεται ότι θα κάνει ό,τι δεν έκανε τα 4,5 χρόνια που κυβερνά και τον αρχηγό της αντιπολίτευσης να υπόσχεται, με στιβαρό και μεστό λόγο, μόνον αυτά που μπορεί να πραγματοποιήσει. Με συγκεκριμένο λόγο και δεσμεύσεις, να προτείνει ένα νέο πρόγραμμα διακυβέρνησης, στη βάση της αλήθειας. Στις 7 Ιουλίου οι πολίτες έχουν τον λόγο. Αυτοί επιλέγουν ποια Ελλάδα θέλουν.
Ο Κωνσταντίνος Π. Γκιουλέκας είναι δημοσιογράφος – δικηγόρος