Ο τίτλος του πρωτοσέλιδου των «ΝΕΩΝ» στις 7 Ιουλίου 2015 ήταν «Το παρασκήνιο της απόδρασης του Γιάνη Βαρουφάκη». Τότε η χώρα χόρευε στον ρυθμό ενός αχρείαστου Μνημονίου και μιας δήθεν διαπραγμάτευσης. Δεν χόρευαν λοιπόν οι αγορές στον ρυθμό που χτυπούσε το νταούλι ο κ. Τσίπρας, αλλά οι πολίτες μιας χώρας που μόλις είχε ζήσει έκπληκτη το Οχι του δημοψηφίσματος να γίνεται Ναι.
Πολλοί αναρωτηθήκαμε τότε αν επρόκειτο απλώς για αυταπάτες ή κοινές απάτες που αξιοποίησαν τον λαϊκισμό περί εύκολης και ανέξοδης σωτηρίας από τη χρεοκοπία. Εξάλλου, δεν ήταν η πρώτη φορά που τα ακούγαμε. Λίγα χρόνια νωρίτερα η ΝΔ και ο Αντώνης Σαμαράς έκαναν καριέρα διατυμπανίζοντας στο Ζάππειο ότι δεν συναινούν στο Μνημόνιο και ότι θα μηδένιζαν το έλλειμμα του δυσθεώρητου 15,4% σε έναν χρόνο. Το κωμικό, αν όχι τραγικό, της υπόθεσης ήταν ότι δεν συναινούσε στο να λυθεί το πρόβλημα που δημιούργησε το κόμμα του με τον κ. Καραμανλή κυβερνήτη της ελληνικής οικονομίας που δήθεν ήταν θωρακισμένη.
Από τότε που η χώρα μας μπήκε σε κρίση εξαιτίας του ελλείμματος των 54 δισ. ευρώ έχει περάσει μία δεκαετία. Κι όμως τόσα χρόνια μετά μας ταλαιπωρεί ακόμα. Αιτία είναι ότι ακόμα και σήμερα, ύστερα από τρία Μνημόνια, πέντε εκλογικές αναμετρήσεις, ένα δημοψήφισμα, επτά πρωθυπουργούς, έντεκα υπουργούς Οικονομικών, δεν έχουμε διαγνώσει τους λόγους που μας οδήγησαν σε αυτή την κρίση. Μιας κρίσης που δεν ήταν απλώς οικονομική, αλλά πρώτα από όλα κοινωνική, θεσμική, αξιακή. Η αδυναμία να εντοπίσουμε τι μας οδήγησε σε αυτή τη μακρόχρονη περιπέτεια άφησε τη δημοκρατία και τους θεσμούς ευάλωτους στη δημαγωγία και στον λαϊκισμό που καλλιέργησε μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος, με αποτέλεσμα να διαβρωθούν από το μίσος και τον διχασμό που χώρισε τους πολίτες σε ανούσια δίπολα.
Το διακύβευμα λοιπόν των εκλογών στις 7 Ιουλίου είναι να αποκαταστήσουμε τη δημοκρατία και τους θεσμούς, ώστε στη συνέχεια να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις ενός κόσμου που συνέχιζε και θα συνεχίσει να εξελίσσεται όσο εμείς ομφαλοσκοπούμε.
Χρειάζεται επομένως να διαγνώσουμε και να παραδεχτούμε επιτέλους ότι η Ελλάδα παραμένει μια χώρα κλειστή στη δημοκρατία και στους θεσμούς της, που δρα πελατειακά και διχαστικά, μια χώρα που εξυπηρετεί λίγους προνομιούχους σε βάρος του συνόλου. Το αποτέλεσμα είναι η ασυμμετρία πολιτικής ισχύος και η συσσώρευση πλούτου που παράγουν νέες ανισότητες. Ετσι, οι πολίτες γινόμαστε ελεγχόμενοι, εξαρτημένοι.
Στοίχημά μας λοιπόν είναι να ανοίξουμε την Ελλάδα, να την ξεκλειδώσουμε. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται το τρίπτυχο «άνοιγμα των θεσμών, των δομών, των δεδομένων».
Συνέπεια αυτού του ανοίγματος θα είναι μια Ελλάδα με
- περισσότερη ελευθερία που θα φέρει δημιουργικότητα και καινοτομία
- περισσότερη ισότητα που θα φέρει αξιοκρατία
- περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη που θα φέρει λογοδοσία
- περισσότερη δημοκρατία που θα φέρει εμπιστοσύνη, συμμετοχή, συνδιαμόρφωση
Μόνο έτσι μπορούμε να δημιουργήσουμε πρόοδο για όλους τους πολίτες χωρίς αποκλεισμούς και ανισότητα. Ετσι θα καταφέρουμε να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις για μια καλύτερη χώρα για όλους.
Αυτό πρεσβεύει το Κίνημα Αλλαγής και το πρόγραμμά του. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε δυνατή και ενισχυμένη την εκπροσώπησή του στην επόμενη Βουλή. Για να γίνει πράξη το διακύβευμα.