Τις τελευταίες ημέρες, αν όχι εβδομάδες, η Νέα Δημοκρατία έχει ανακαλύψει μια εύστοχη απάντηση στο κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ για προγραμματική αντιπαράθεση, με σκοπό να «διορθώνει» τις δηλώσεις του αρχηγού της. Κάθε φορά που μια θέση «ξεφεύγει» από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, κάθε φορά που ο πρόεδρός της μιλάει για ιδιωτικοποιήσεις στο εθνικό σύστημα υγείας και ασφάλισης, οδοστρωτήρες εργατικών δικαιωμάτων ή για το κράτος ως αποστασιοποιημένο παρατηρητή στις ιερά αυτόνομες κινήσεις της αγοράς – αντί ενός βραχίονα άσκησης κοινωνικής πολιτικής -, η Νέα Δημοκρατία βάλλει κατά παντός: Fake news.
Η αξιωματική αντιπολίτευση, μπροστά στην αγωνία της να μην επικοινωνηθεί το πρόγραμμά της, έχει καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος να κερδίσει στην επερχόμενη εκλογική διαδικασία είναι να μην υπερασπιστεί ιδεολογικά και προγραμματικά το αγαπημένο θεωρητικό ρεύμα της – τον νεοφιλελευθερισμό – αλλά να επενδύσει στην κούραση του κόσμου ως φυσική αντίδραση απέναντι σε μία διακυβέρνηση 4 και πλέον ετών. Δανείζεται έτσι από τον οργανικό της σύμμαχο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού το μάντρα των fake news, και με αυτό κάνει πολιτική «στον αυτόματο», μέχρι την επίμαχη Κυριακή.
Ας μην κρυβόμαστε άλλο. Το πρόγραμμα της ΝΔ είναι εγγενές αντιλαϊκό. Στον πυρήνα του βρίσκεται μια εκ νέου επίθεση στον κόσμο της εργασίας, όπως αυτή είχε συντελεστεί – με παροιμιώδη οικονομική αποτυχία αλλά και με καταστροφικό κοινωνικό αντίκτυπο – καθ’ όλη τη διάρκεια των κυβερνήσεων ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, από το 2010 μέχρι και το 2015. Αυτή τη φορά, όμως, δεν υπάρχει κανένα πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας το οποίο να «δικαιολογεί» την εφαρμογή μιας τέτοιας ακραίας εργατικής υποτίμησης, κανένας μακροοικονομικός στόχος δεν επιβάλλει την ανάσχεση της προόδου που έχει συντελεστεί στο πεδίο των εργασιακών δικαιωμάτων τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Με λίγα λόγια, η ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης επιλέγουν συνειδητά τη συνθηματολογία έναντι των συγκεκριμένων προγραμματικών θέσεων, όπως αποφεύγoυν τη διεξαγωγή ενός debate όπως ο διάβολος το λιβάνι. Παραμένουν με αυτόν τον τρόπο κρυμμένοι πίσω από αόριστες επικλήσεις στη μείωση της φορολογίας και την επιχειρηματικότητα, η οποία – όπως μάθαμε προσφάτως – ασφυκτιά κάτω από τις πιέσεις της Επιθεώρησης Εργασίας και του ΣΔΟΕ (sic).
Το καλοκαίρι του 2018, βία έναν χρόνο πριν, η χώρα σταμάτησε να βρίσκεται υπό το μνημονιακό καθεστώς. Καθεστώς το οποίο αναγκαστήκαμε να υπηρετήσουμε και εμείς, τα πρώτα τρία χρόνια. Είναι δεδομένο πως σε αυτήν την πορεία ανοίξαμε και εμείς πληγές. Το μήνυμα των ευρωεκλογών μας το κατέστησε σαφές. 7 χρόνια Μνημονίων όμως ήταν σίγουρα αρκετά. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα κατάφεραν αυτό που δεν κατάφερε κανείς άλλος. Να κρατήσουν την κοινωνία όρθια, όχι με ευχολόγια, αλλά με πράξεις. Εξασφαλίζοντας, φέρ’ ειπείν, την πρόσβαση 2,5 εκατομμύρια ανασφάλιστων σε δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τη μείωση της ανεργίας, τον δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης, την επέκταση κοινωνικών και ατομικών ελευθεριών. Δεδομένα που φαντάζει δύσκολο να αφορισθούν ως fake news.
Ας μην κρυβόμαστε άλλο. Το πρόγραμμα της ΝΔ σημαίνει ένα πράγμα και μόνο: Μνημόνιο. Είτε εντός, είτε εκτός επιτροπείας. Και όπως όλοι και όλες θυμόμαστε, Μνημόνιο κατά βάση σημαίνει αδυναμία και ανικανότητα για αυτόνομες αποφάσεις σχετικά με την καθημερινότητα και τη ζωή ενός κράτους, μιας κοινωνίας, ενός λαού. Πώς μπορεί, λοιπόν, κάποιος να είναι ελεύθερος, αν δεν μπορεί να αποφασίζει για την ίδια του τη ζωή;
Ο Κώστας Μπάρκας είναι υφυπουργός Εργασίας