γραψα πριν από χρόνια, και δεν ήταν για μένα τουλάχιστον υπερβολή, πως από τον 20ό αιώνα θα επιβίωναν στους υπόλοιπους από το θέατρο ο Μπέκετ και πιθανόν ο Πίντερ. Το είχα εκφράσει στη συνάντηση που είχα με τον Πίντερ όταν τον είχε καλέσει στην Αθήνα το Απλό Θέατρο, και ο Αντύπας με την Καραΐνδρου, και ο μεγάλος εκείνος συγγραφέας, άρρωστος τότε, στα τελευταία του μου είπε συγκινημένος: «Ευχαριστώ για την παρέα που με βάλατε»!

Δεν ήταν αυθαίρετη η επιλογή μου ούτε εξέφρασε το προσωπικό μου σκεπτικό και λιγότερο το αισθητικό μου γούστο. Σαρώνοντας τη θεατρική ιστορία του αιώνα που πέρασε, αιώνα των μεγάλων αισθητικών σχολών (για να μείνω στην τέχνη, γενικά), διέβλεπα πόσο άντεχαν και άντεξαν στον χρόνο πολλά θεατρικά έργα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εποχή τους, βαδίζοντας το θέατρο παράλληλους δρόμους και με την πεζογραφία, την ποίηση, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη μουσική και την αρχιτεκτονική, περνώντας από τα καυδιανά δίκρανα του νατουραλισμού, του συμβολισμού, του εξπρεσιονισμού, του υπερρεαλισμού, του κριτικού ρεαλισμού και του κοινωνικού ηθογραφισμού. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι σ’ έναν αιώνα, οι μακρόβιες τυραννίδες στην Ευρώπη και στη Νότια Αμερική. Οι μεγάλες επαναστάσεις στη Ρωσία και την Κίνα. Οι τοπικοί πόλεμοι που λόγω συμφερόντων του κεφαλαίου έλαβαν παγκόσμιο ενδιαφέρον, αλλά και τα μεγάλα άλματα των θετικών επιστημών σε πληθώρα τομέων της ζωής, από τον τηλέγραφο έως το Διαδίκτυο, από τα αέρια στον πόλεμο έως την πυρηνική βόμβα, από το ποδήλατο έως τα αεροπορικά θαύματα, από τον αιθέρα στα χειρουργεία έως την πενικιλίνη και βέβαια από την τυπογραφία έως τον τηλέτυπο. Ολα αυτά και μυριάδες άλλα δεν άλλαξαν μόνο την οικονομία, τις δημόσιες σχέσεις και τους πολεμικούς συσχετισμούς, δεν άλλαξαν μόνο τη διαφορετική πρόσληψη του χρόνου, αλλά μεταποίησαν και τα ήθη. Ο αιώνας που πέρασε λόγω και της αύξησης των παραγωγικών μέσων και της ζήτησης έφερε και τις γυναίκες ως ενεργές αλλά και ως προϊόν εκμετάλλευσης στην αγορά, ως εκ τούτου και εξαιτίας ποικίλων αναγκών, άλλαξε και η εκπαιδευτική φιλοσοφία.

Τι δεν άλλαξε; Δεν άλλαξαν οι ηθικές αξίες και τα ηθικά προτάγματα. Η Αντιγόνη και η Φαίδρα, ο Αίμων και ο Φιλοκτήτης δεν είχαν τηλέγραφο, τυπογραφεία, αεροπλάνα, ψυγεία, αναίμακτη χειρουργική, κινηματογράφο και τηλεόραση, πρόσβαση μέσω Διαδικτύου στη Βιβλιοθήκη της Ουάσιγκτον και στα χειρόγραφα των τραγωδιών του Σοφοκλή στη Μόσχα, δεν είχαν γυαλιά ηλίου και πρεσβυωπίας, δεν είχαν παυσίπονα ούτε και βαρβιτουρικά, δεν είχαν ταξιδέψει στην Αίγυπτο, στη Βαβυλώνα, στην Αυσονία και στα ένδοξα Παρίσια του Κάλβου, αλλά είχαν τους ίδιους πόθους, τα ίδια πάθη, έκαναν τα ίδια λάθη. Συκοφαντούσαν, δολοφονούσαν, υποκρίνονταν, προσποιούνταν, κρύβονταν, απειλούσαν, καιροφυλακτούσαν, ερωτεύονταν, απιστούσαν, αλαζονεύονταν και σεμνύνονταν, επιτίθεντο και αμύνονταν, λοιδορούσαν και κολάκευαν, αγαπούσαν και μισούσαν. Απαράλλαχτα όπως γίνεται αιώνες πριν, τουλάχιστον όπως το γνωρίζουμε από τα ομηρικά έπη. Αν δεν βρίσκαμε εκεί σχέδια βίου, ναυάγια σχεδίων, ιδέες και σχέσεις, συμπεριφορές και αντιδράσεις που μας αφορούν γιατί τις βιώνουμε, γιατί να καταφεύγουμε στους αρχαίους, στους Ρωμαίους, αλλά και στον Σαίξπηρ και τον Σίλερ και τον Ιψεν και τον Τσέχοφ, αν δεν βρίσκαμε στα έργα τους τα αδιέξοδα και τα υπαρξιακά ερωτήματα του δικού μας κόσμου;

Ο Μπέκετ όμως εκτός των παραπάνω είναι άλλου είδους ταραχή. Ηδη από το 1972, νομίζω πρωιμότερα από κάθε άλλον συνέλληνα, σε ομιλία μου που είχε οργανώσει σε σύλλογο αρχαιοφίλων ο αείμνηστος μέγας αρχαιολόγος και πρωτοπόρος στον κλάδο του δημοτικιστής Μηλιάδης διάβασα τη διάλεξή μου (δημοσιεύτηκε δέκα χρόνια μετά) με θέμα «Αισχύλος και Μπέκετ», όπου επιχειρηματολογούσαν πάνω στον άξονα «αρχή και τέλος του τραγικού». Διότι ο Μπέκετ είναι όντως το τραγικό τέλος του τραγικού! Το μεγάλο θέατρο από τους αρχαίους Ελληνες και Λατίνους (από τον Αισχύλο στον Σενέκα της «Μήδειας»), τον Σαίξπηρ, τον Σίλερ, τον Στρίντμπεργκ αλλά και τον Ιψεν του «Μπόρκμαν» βλέπει την ανθρώπινη περιπέτεια από το ΤΕΛΟΣ, για να διαπιστώσει συχνά πως ο βίος είναι μάταιος, παρόλο που καταγράφονται οι απόψεις και του Νίτσε και του Καζαντζάκη, ότι τουλάχιστον ο βίος είναι αιώνιος και συχνά άγονος αγώνας για τον αγώνα!

Ο Μπέκετ βλέπει τον βίο ως μια παράλογη αναμονή, μια συνεχή διάψευση κάθε προσδοκίας. Βλέπει τον άνθρωπο στην άκρη ενός γκρεμού να αιωρείται στο διηνεκές αναβάλλοντας την πτώση, που όμως είναι νομοτελειακά βέβαιη.

Και ο Ιονέσκο, στο εντελέστερο, κατά τη γνώμη μου, έργο του «Καρέκλες» καταγράφει την εναγώνια αναμονή ενός ακροατηρίου που περιμένει έναν ηγέτη και μια είδηση και όταν εμφανίζεται ένας αγγελιαφόρος είναι μουγγός!

Στον Μπέκετ και στην αναμονή του Γκοντό κάθε τόσο αναγγέλλεται η αναβολή του ερχομού κάποιου Γκοντό (ο Μπέκετ αρνείται να δώσει άλλες πληροφορίες για τον Ερχόμενο και Αναβάλλοντα). Ολα τα έργα του Μπέκετ είναι μια απαρηγόρητη αναμονή του βέβαιου τέλους. Το να κοιτάς τη ζωή σου από τη βεβαιότητα του τέλους είναι η ουσία της τραγωδίας, διότι από το αβέβαιο σε προοπτική τέλος, όπου δεν ξέρουμε πού πάμε κι αν πάμε κάπου ή γυρίζουμε στο μηδέν, μας υποχρεώνει να βλέπουμε διαφορετικά την αρχή και τη γέννηση. Οταν μάλιστα η επιστήμη μάς όπλισε με τη γνώση της τυχαιότητας της γέννησης (ένα από εκατομμύρια σπερματοζωάρια συναντά τυχαία ένα ωάριο), το παράλογο μπαίνει στη ζωή μας. Το τυχαίο της ύπαρξης και η βεβαιότητα του τέλους είναι αυτά που συγκροτούν την τραγική αίσθηση του ανθρώπινου βίου.

Ο Πλάτων στον «μύθο» της Γένεσης του ανθρώπου στον «Πρωταγόρα» βάζει τον σοφιστή να μιλάει για τη δημιουργία του κόσμου, την προίκα που έδωσε ο Ζευς στα ζώα και τα φυτά και επειδή τελείωσε το ζεμπίλι του με τα δώρα, στον γυμνό άνθρωπο έδωσε ό,τι του περίσσεψε: τον νου!

Στην άλλη εκδοχή της Γένεσης, στη Γραφή, οι άνθρωποι εν τω Παραδείσω γυμνοί και ζωώδεις τρώγοντας τον Καρπό της Γνώσης μπήκαν στην Ιστορία και συνάμα στη συνείδηση της θνητότητας.

Ο Μπέκετ κυκλοφορεί ανάμεσα στις δύο εκδοχές και εκείνο που τον απασχολεί σ’ όλα τα έργα του είναι ο μονόδρομος που οδηγεί χωρίς παρεκκλίσεις στο τέρμα, στο τέλος και στην άγνοια του Μετά.

Στο θέατρο Εμπορικόν ο Δημήτρης Καταλειφός, ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της εποχής μας στον τόπο μας, ερμήνευσε θεατρικά έναν πεζό μονόλογο του Μπέκετ, «Το τέλος».

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας υποπτεύομαι πως καθοδήγησε τον έμπειρο ηθοποιό στις διάρκειες του χρόνου, στη χρόνωση (τάιμιγκ για τους παλιούς), στις ανάσες και στην ορισμένη περιορισμένη κίνηση ενός ανθρώπου (του όποιου ανθρώπου) που οδεύει προς το τέλος.

Μόνο μια ιδιοφυΐα σαν τον Μπέκετ θα μπορούσε να καθηλώσει έναν παγκόσμιο (όπου γης) συνάνθρωπο βάζοντας έναν τυχαίο άνθρωπο να μιλάει για το τίποτα της ζωής, τις ανάγκες και τις «δράσεις» του σώματος, τη σκυταλοδρομία προς το μηδέν και το μηδέν ως σωσίβιο.

Ο Σκεύας έκανε καλή δουλειά και η μετάφραση της Θάλειας Μελή – Χωλλ έξοχη, όπως και οι πρωταγωνιστές φωτισμοί της Μαραγκουδάκη.

Ο Καταλειφός, μάθημα, ουσία υποκριτική, μουσική του λόγου και φιλάνθρωπη απελπισία!

*(Εμπεδοκλής)