Πριν από λίγες ημέρες, η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Μαρία Ευθυμίου στοχοποιήθηκε, μετά απειλών, από άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως «αναρχικό στέκι Φιλοσοφικής». Η επίθεση εναντίον της συνετέλεσε στο να αντιδράσουν προσωπικότητες όπως η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, ο Θάνος Βερέμης, η Μαριέττα Γιαννάκου, η Αννα Διαμαντοπούλου και ο Νικηφόρος Διαμαντούρος που ζητούν, με δημόσια επιστολή τους, να καταργηθεί το πανεπιστημιακό άσυλο. Την ίδια δεν την απασχολεί τόσο αυτό καθαυτό το γεγονός όσο οι αιτίες που πυροδοτούν τέτοιες συμπεριφορές. «Από τη γένεση του ελληνικού κράτους έχουμε, ως κοινωνία, στάσεις και συμπεριφορές που καλλιεργούν τον διχασμό και την πόλωση. Το πιο βαρύ φορτίο της κοινωνίας μας μέχρι σήμερα είναι ο Εμφύλιος. Εξαιτίας του, εύκολα κατατάσσουμε και κατατασσόμαστε, υπονομεύουμε και υπονομευόμαστε, με μίσος και οργή, με συντεταγμένες που δεν αντιστοιχούν στο σήμερα. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ανθεί η συκοφαντία, η οργανωμένη στόχευση, ο εκβιασμός, η χυδαιότητα, η αναλγησία, η εύκολη μαγκιά. Το χειρότερο, αυτές μας οι συμπεριφορές καλύπτονται κάτω από ψευδεπίγραφες ιδεολογικές επιγραφές. Και η πιο βολική ταμπέλα, μετά τη Μεταπολίτευση, ήταν αυτή του «αριστερού». Διότι ο ηθικός νικητής του Εμφυλίου ήταν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η Αριστερά.
Γιατί δεν έχουμε ξεπεράσει ακόμη τον Εμφύλιο;
Ο δικός μας Εμφύλιος ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την Κατοχή και την Αντίστασή του, πατώντας πάνω στον προηγούμενο διχασμό μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών. Η παθογένειά μας υποδαυλίζεται και από το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο. Είμαστε επιρρεπείς στα μεγάλα και εύκολα λόγια, στο ακραίο μίσος ή στην ακραία αγάπη – συχνά και στα δύο ταυτόχρονα. Και, τελικά, πριονίζουμε, ως κοινωνία, με ηδονή μάλιστα, το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε.
Από πού θεωρείτε ότι εκπορεύεται η βία που έχει, εδώ και χρόνια, εγκατασταθεί, ως κανονικότητα μάλιστα, στην ελληνική κοινωνία;
Με τη Μεταπολίτευση, αναζητήσαμε νέον ορισμό της ελευθερίας. Πολλοί τον βρήκαμε στην ασυδοσία και στην καταστροφή του δημόσιου αγαθού. Η ελευθερία όμως δεν σημαίνει «κάνω ό,τι θέλω». Εχει σχέση με τον σεβασμό των ορίων και, κυρίως, τον σεβασμό του άλλου. Κι αυτό ακριβώς είναι η ουσία της δημοκρατίας. Από τη στιγμή που σέβομαι τον άλλον, βάζω ανάχωμα σε τυχόν παρορμητικές αντιδράσεις που θα ήθελα να έχω όταν δεν συμφωνώ μαζί του. Ξέρετε, έχουμε αφήσει πίσω πολλές αξίες που ήταν δυνατές σε προηγούμενες γενιές και, πρωτίστως, την αξία του σεβασμού. Στον ηλικιωμένο, στον δάσκαλο, στον γονέα, στον ανάπηρο, στον άλλον οφείλεις σεβασμό ακόμα και, εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν το εκτιμάς. Η αντιστροφή των αξιών ωθεί όλους μας σε αντικοινωνικές συμπεριφορές. Και ιδιαίτερα τους νέους, που είναι στη φύση τους η τάση να τα γκρεμίσουν όλα, μέσα στην οργή της εφηβείας.
Αυτές οι κακοδαιμονίες έχουν αποτυπωθεί και στην ελληνική εκπαίδευση;
Κυρίως σε αυτήν, από το ’80 και μετά. Και μάλιστα με «παιδαγωγικό» πρόσημο. Η αφαίρεση αξιών φάνηκε αμέσως στα σχολεία μας. Και δεν μιλώ για το νηπιαγωγείο και τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού όπου τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς, παίζουν. Οσο, όμως, προχωρούν, η αποδόμηση των αξιών και η ιδεολογικοποίηση της μη απαιτητικότητας ως δήθεν ελευθερίας έχει παραγάγει βαρύτατα αρνητικό έργο. Που το αισθάνεται κανείς έντονα στο Πανεπιστήμιο το οποίο λειτουργεί με άτομα που, υποτίθεται ότι, για να έχουν φθάσει στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, έχουν κατακτήσει τη γνώση που τα προηγούμενα επίπεδα θα έπρεπε να τους είχαν παράσχει. Οπως λένε συνάδελφοι πανεπιστημιακοί, κάθε δέκα χρόνια πολλοί φοιτητές που έρχονται στις Σχολές βρίσκονται στο ακόμα πιο προηγούμενο στάδιο εκπαίδευσης. Τώρα, δηλαδή, πολλοί πλησιάζουν το επίπεδο του Δημοτικού. Φυσικά, υπάρχουν πάντα οι καλοί φοιτητές με στιβαρό μαθησιακό υπόβαθρο. Πίσω από αυτούς, βρίσκεται ο ίδιος τους ο χαρακτήρας, αλλά, κυρίως, αφοσιωμένοι γονείς όπως και μερακλήδες, εργατικοί και δοσμένοι δάσκαλοι. Ωστόσο, πολλοί δάσκαλοι, όπως μας λένε οι φοιτητές, δεν έκαναν καθόλου καλά τη δουλειά τους. Απλώς τη διεκπεραίωναν βάζοντας σε όλους Α στο Δημοτικό, και 19 και 20 στο Γυμνάσιο. Και το πράγμα γίνεται βαρύτερο γιατί, για πολλούς γονείς, η αγωνία για την εκπαίδευση των παιδιών τους – που κάποτε ήταν ουσιαστική και γνήσια στην ελληνική κοινωνία – αποστεγνώθηκε σε έναν και μόνον φθηνό στόχο: να πάρουν τα παιδιά τους, με τον μεγαλύτερο δυνατό – έστω και πλασματικό – βαθμό, ένα πτυχίο προκειμένου να διορισθούν στο Δημόσιο. Αυτόν το απονεκρωμένο από ουσία στόχο ήρθε να υπηρετήσει το πολιτικό μας προσωπικό μειώνοντας όλο και περισσότερο την απαιτητικότητα και την εργατικότητα στα σχολεία, προς άγραν ψήφων. Εν ονόματι, δηλαδή, μιας δήθεν δημοκρατικής και φιλελεύθερης άποψης ότι τα παιδιά δεν πρέπει να πιέζονται, εκποιήσαμε κάθε έννοια ουσιαστικής, συστηματικής, πειθαρχημένης, συνδυαστικής, όμορφης, τελικά, και συναρπαστικής γνώσης. Ο,τι έχει απομείνει οφείλεται σε κάποιους «τρελούς», αφοσιωμένους, παθιασμένους, ενάρετους, αισθαντικούς, ευαίσθητους, αποφασιστικούς, πεισματάρηδες, γενναίους, εργατικούς, οραματιστές δασκάλους και καθηγητές. Που οι υπόλοιποι τους θεωρούν εχθρούς.
Η κατάσταση είναι αναστρέψιμη; Μπορεί να διορθωθεί μέσα από ένα πλαίσιο νόμου;
Δεν θυμάμαι ποιος έχει πει ότι οι Ελληνες αλλάζουν νόμους επειδή δεν θέλουν να αλλάξουν οι ίδιοι. Δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει η κοινωνία, αν δεν αλλάξουμε εμείς. Γι’ αυτό σας έλεγα ότι έχω μεγάλη εκτίμηση στον δοσμένο εκπαιδευτικό, στον δοσμένο γονέα. Αυτόν που δεν διεκπεραιώνει. Αυτόν που βάζει ψυχή και όραμα σε ό,τι κάνει. Δεν έχουμε άλλη δυνατότητα διαφυγής από το να βάλουμε ψυχή. Το δυνατό σημείο που έχουμε, ως λαός, είναι το πάθος. Το πάθος μπορεί να μας κατρακυλήσει στα Τάρταρα, το πάθος μπορεί να μας πάει στον Ολυμπο. Χρειάζεται όμως κάτι που θα μας δώσει έμπνευση. Θα είναι ένα άτομο, άτομα, ένας φορέας, μια γενική τάση; Μακάρι να μπορούσαμε αυτήν την έμπνευση να τη βρούμε εντός μας και να τη διοχετεύσουμε, όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά, στην κοινωνία μας.