«Οι 714 μνημονιακοί νόμοι εξακολουθούν να υφίστανται και καθορίζουν τη ζωή των πολιτών αλλά και την κατάσταση της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια» λέει με σαφήνεια η υποψήφια βουλευτής Επικρατείας με τη Λαϊκή Ενότητα και γνωστή συνδικαλίστρια Δέσποινα Σπανού. Θεωρεί αναγκαία την αυτόνομη κάθοδο της ΛΑΕ στις επικείμενες εκλογές αφού «η μόνη διαφορά είναι ότι η ΝΔ εκφράζει φανερά τις νεοφιλελεύθερες απόψεις που έχει το πρόγραμμά της, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει τον νεοφιλελευθερισμό κάνοντας δηλώσεις τάχα καταδίκης του. Η αλήθεια είναι ότι και οι δύο ψήφισαν το τρίτο Μνημόνιο, και οι δύο δηλώνουν πίστη στους δανειστές και στους ιμπεριαλιστικούς κύκλους» και άρα χρειάζεται μια άλλη φωνή.
Θεωρείτε πως δεν υφίσταται πλέον η αντίθεση Μνημόνιο – αντιμνημόνιο;
Θεωρώ ότι υφίσταται ακόμη αυτή η αντίθεση, η οποία έχει και σαφείς πολιτικές αναφορές. Το Μνημόνιο επιτάχυνε και εντατικοποίησε πολιτικές λιτότητας των προηγούμενων ετών και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη οξύτητα. Οι αλλαγές στην ελληνική κοινωνία ήταν ραγδαίες. Οι οικογένειες είδαν να μειώνεται το εισόδημά τους πάνω από 30%, η ανεργία αυξήθηκε ραγδαία και πολλοί νέοι επιστήμονες αναζήτησαν στο εξωτερικό μια θέση εργασίας, οι ελαστικές σχέσεις εργασίας τετραπλασιάστηκαν – με εργαζομένους να αμείβονται με 250 ευρώ -, ενώ 570.000 άλλοι εργαζόμενοι (σύμφωνα και με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ) αμείβονται με 500-600 ευρώ. Η προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ ότι «βγήκαμε από τα Μνημόνια» δεν εκφράζει την αλήθεια, είναι συνειδητό ψέμα, με δεδομένο ότι οι 714 μνημονιακοί νόμοι εξακολουθούν να υφίστανται και καθορίζουν τη ζωή των πολιτών αλλά και την κατάσταση της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια.
Γιατί, παρά το αρνητικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, επιμένετε στην ενίσχυση της Λαϊκής Ενότητας;
Η Λαϊκή Ενότητα πήρε την απόφαση, από θέση αρχής, να κατεβεί στις εκλογές, διότι τα προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν και μάλιστα το επόμενο διάστημα θα ενταθούν ακόμα περισσότερο. Είναι, λοιπόν, απόλυτα αναγκαία η ανάδειξη της εναλλακτικής πρότασης της ΛΑΕ, την οποία πιστεύουμε ότι θα κατανοήσει και θα στηρίξει ο ελληνικός λαός, όπως επίσης είναι απολύτως αναγκαία η παρουσία της ΛΑΕ στους κοινωνικούς αγώνες. Είμαστε συνεπείς, είμαστε μαζί με τον ελληνικό λαό που φτωχοποιείται, που του παίρνουν το σπίτι ή του κόβουν το ηλεκτρικό ρεύμα. Θα είμαστε και αύριο παρόντες σε όλα τα επίπεδα.
Πώς, αλήθεια, είναι για εσάς δυνατό να επιβιώσει μια ενδιάμεση φωνή ανυπακοής σε τόσο σκληρούς όρους δικομματισμού;
Γνωρίζουμε ότι όλα τα συστημικά μέσα προσπαθούν να ενισχύσουν τον δικομματισμό, παρουσιάζοντας τους δύο μονομάχους ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ ως φορείς που έχουν μεγάλες διαφορές. Η μόνη διαφορά είναι ότι η ΝΔ εκφράζει φανερά τις νεοφιλελεύθερες απόψεις που έχει το πρόγραμμά της, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει τον νεοφιλελευθερισμό κάνοντας δηλώσεις τάχα καταδίκης του. Η αλήθεια είναι ότι και οι δύο ψήφισαν το τρίτο Μνημόνιο, και οι δύο δηλώνουν πίστη στους δανειστές και στους ιμπεριαλιστικούς κύκλους. Η Ιστορία έχει δείξει ότι η ανυπακοή και η αντίσταση, όσο κι αν ξορκίζονται από τις δυνάμεις εξουσίας, κάποια στιγμή εκφράζονται από τον λαό και έτσι εξελίσσεται και προχωράει η Ιστορία, με συγκρούσεις και κατακτήσεις. Εμείς πιστεύουμε ότι όχι μόνο θα αντέξουμε και θα επιβιώσουμε, αλλά και θα συμβάλουμε στη δημιουργία ενός μεγάλου μετώπου ανατροπής.
Γιατί δεν υπήρξε μια κοινή – έστω εκλογική – συμπόρευση της ΛΑΕ με άλλες δυνάμεις; Κάνατε κινήσεις εσείς;
Εμείς είχαμε δηλώσει προς κάθε κατεύθυνση – και ο Παναγιώτης Λαφαζάνης είχε δηλώσει ότι υπογράφουμε λευκό χαρτί – ότι θέλουμε τη συνεργασία και τη συμπόρευση με άλλες αντιμνημονιακές δυνάμεις. Δεν είναι δική μας ευθύνη ότι αυτό δεν επετεύχθη. Πιστεύουμε όμως ότι κι αυτοί που την αρνούνται από μια θέση αυτάρκειας ή ισχύος θα αναγκαστούν να την αποδεχθούν, διότι κανείς δεν είναι ισχυρός μέσα σε αυτό το μνημονιακό περιβάλλον, που διαλύει τη χώρα και φτωχοποιεί τον ελληνικό λαό.
Τι χρειάζεται ο τόπος και ποια η πρότασή σας κωδικοποιημένα;
Η Λαϊκή Ενότητα έχει μια συγκεκριμένη πρόταση εξόδου από την κρίση που, παρά το γεγονός ότι προσπαθούν να τη συκοφαντήσουν, την έχει επιβεβαιώσει η ίδια η ζωή. Βαθιά διαγραφή του χρέους και αναστολή της αποπληρωμής του, κατάργηση της λιτότητας, εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, παραγωγική ανασυγκρότηση, επαναφορά εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, «σεισάχθεια» ιδιωτικών χρεών για πολίτες που δεν μπορούν να τα αποπληρώσουν και είναι θύματα της κρίσης. Ολα αυτά στηρίζονται και στη μέχρι τώρα εμπειρία. Παραδείγματος χάριν, το δημόσιο χρέος το οποίο στην έναρξη των Μνημονίων το 2010 ήταν 290 δισ. και εννιά χρόνια μετά, έπειτα από τόσες μειώσεις των μισθών, των συντάξεων, διάλυση του παραγωγικού ιστού της χώρας, έφτασε τα 350 δισ. Μόνο το 2018 αυξήθηκε κατά 30 δισ. Και μαζί με το ιδιωτικό χρέος φτάνει τα 322% του ΑΕΠ. Δηλαδή ποσό που είναι αδύνατον να αποπληρωθεί από μια χώρα σαν την Ελλάδα. Μάλιστα, οι ίδιοι οι εκπρόσωποι των δανειστών (Ντεϊσελμπλούμ) έχουν παραδεχτεί ότι τα μέτρα δεν επεβλήθησαν για τη σωτηρία της ελληνικής οικονομίας αλλά για να σωθούν οι ξένες τράπεζες. Επομένως απαιτείται μια διαφορετική, εναλλακτική πρόταση, όπως αυτή της ΛΑΕ, για να πάρουμε ξανά τον τόπο μας στα χέρια μας.
Γιατί είναι αναγκαία για τη ΛΑΕ η δρομολόγηση ενός εθνικού νομίσματος; Μήπως αυτό θα μας έβαζε σε περιπέτειες;
Η πρόταση που κάνει η ΛΑΕ έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη νομισματική αυτοτέλεια κι εμείς σε αυτό είμαστε σαφείς προς τον ελληνικό λαό, εν αντιθέσει με άλλες πολιτικές δυνάμεις που προσπαθούν να καλλιεργήσουν αυταπάτες ότι είναι δυνατή η μείωση των πλεονασμάτων ή η μη πληρωμή του χρέους με ταυτόχρονη παραμονή στην ευρωζώνη. Το πρώτο εξάμηνο μάλιστα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ αυτό το απέδειξε καθαρά. Δεν είναι δυνατόν να αναστείλουμε την αποπληρωμή του χρέους όταν εξαρτιόμαστε από την ΕΚΤ. Δεν είναι δυνατόν να επανέλθουν και να αναβαθμιστούν κοινωνικά κι εργασιακά δικαιώματα, όταν χρειάζεσαι την έγκριση και για το πιο απλό θέμα από τους δανειστές αλλά και τις Βρυξέλλες. Δεν είναι δυνατόν να ανασυγκροτηθεί ο παραγωγικός ιστός της χώρας και να αξιοποιηθούν οι παραγωγικές δυνατότητές της χωρίς δημόσιες επενδύσεις, που σημαίνει ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να έχει και τη νομισματική αυτοτέλεια για να το κάνει. Οποιες, λοιπόν, πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα ισχυρίζονται ότι μπορούμε να έχουμε ανάπτυξη ή κατάργηση της λιτότητας μέσα στο πλαίσιο των μνημονιακών νόμων και της ευρωζώνης, απλώς λένε ψέματα.