Κρυστάλλινη διαύγεια. Μνήμη απίστευτη. Ο Γιώργος Παπαστεφάνου τα έχει αυτά, έχει όμως και άλλα πιο κρυμμένα και πιο πολύτιμα. Πιστός στη θρησκεία της «φιλίας», με πολλούς και παλιούς φίλους γύρω του σαν άτυπη οικογένεια, με μια ζωή αξιοζήλευτη που μέσα στους κύκλους της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής Ελλάδας τέμνεται με τη λαμπρή πολιτιστική μας Ιστορία, ένας θρυλικός ραδιοφωνικός και τηλεοπτικός δάσκαλος με αμέτρητες εκπομπές και πορτρέτα προσώπων που εν πολλοίς διέσωσε και κατέγραψε με τις εκπομπές του και που όλο αυτό το υλικό ξεπερνά την κάθε φορά πεπερασμένη χρονικότητα και πλέον αποτελεί ένα μεγάλο αρχείο – όχι μόνο του ελληνικού μας τραγουδιού, αλλά εν γένει της πολιτιστικής μας παρακαταθήκης. Στιχουργός, εκ των γεννητόρων του Νέου Κύματος, προξενητής δημιουργών, ένας βαθιά καλλιεργημένος και ευαίσθητος άνθρωπος που μας ξεναγεί απολαυστικά στην πολιτιστική άνοιξη του ’60, στον κόσμο του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και ανατέμνει μνήμες – σήμερα – που τις διακινεί και τις κοινοποιεί γενναιόδωρα στο Fb. Να μια θαυμάσια χρήση των κοινωνικών δικτύων! Η συζήτηση μαζί του έγινε στο ζεστό Παγκράτι, πριν φύγει για μια σύντομη εκδρομή.

Πώς ζείτε σήμερα;

Επειδή έχω κλείσει πολλούς κύκλους, ένα μέρος αφιερώνεται στο Facebook και ένα άλλο σε φίλους. Πάντα ψήφιζα φιλία και αποζημιώθηκα γι’ αυτό. Το πρόβλημα είναι πως ο ένας μετά τον άλλον οι φίλοι μου «φεύγουν».

Οπως;

Η Αρλέτα, ο στιχουργός Κώστας Κωτούλας, που ήμασταν 50 χρόνια φίλοι. Ηταν αστείος ο τρόπος που γνωριστήκαμε, εγώ ήμουν φαντάρος, εκείνος λοχίας, κουβάλαγα κάτι πακέτα εφημερίδων σε αγγαρεία, κάποια στιγμή ένας λοχίας (ο Πέτρος Μοροζίνης ο ποιητής επίσης) είπε στον Κώστα πως ξέρω τα πάντα στο τραγούδι. «Ξέρεις και από ελληνικό;» με ρώτησε ο Κώστας, δούλευα τότε στην ΕΡΤ ήδη. «Ξέρεις και τον Χατζιδάκι;». Αυτόν κι αν ξέρω. Κάναμε ένα κουίζ, ένα δεν ήξερα εγώ, ένα εκείνος. Δεν είχαμε ανταλλάξει τηλέφωνα. Μια μέρα τον συνάντησα στον δρόμο, δούλευε στη διαφήμιση. Δεν ξαναχωρίσαμε. Από μένα γνώρισε τον Σπανό.

Την Αρλέτα;

Η Αρλέτα ήταν για μένα ένα δώρο της τύχης. Ηταν Καθαρά Δευτέρα, είχα πάει με παρέα στην Υδρα. Στη διπλανή παρέα ήταν κάτι φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών και ένα κορίτσι με κιθάρα. Την άκουσα να τραγουδάει το «Με τον λύχνο του άστρου» και τον «Σωκράτη» από τους «Ορνιθες». Λέω μέσα μου: Αυτή δεν είναι μόνο έτοιμη τραγουδίστρια, μα και με γούστο. Μου λέει ο Μπάμπης, φίλος, μην την ενοχλήσεις τώρα, θα τη βρούμε στο καράβι του γυρισμού. Οταν ήλθε στο καράβι και έψαχνε καρέκλα, τη ρωτώ: Εχεις σκεφτεί να γίνεις τραγουδίστρια; Μου λέει «Είμαι στην ΑΣΚΤ», ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Την επομένη λέω στον Νότη Μαυρουδή, ήμασταν τότε στον Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων, πως γεννήθηκε η ελληνίδα Τζόαν Μπαέζ. Οταν την άκουσε στο στούντιο σε οντισιόν ο Νότης μού είπε πως είχα δίκιο. Και έτσι ξεκίνησε ο πρώτος δίσκος με Σπανό, Μαυρουδή, Κοντογιώργο και εκείνη μας έφερε τον Χουλιαρά.

Μιλάμε για το σπέρμα του Νέου Κύματος…

Το Νέο Κύμα προϋπήρχε γιατί ήταν η εποχή που το τραγούδι ήταν πολύ βασικό κομμάτι της ζωής μας. Ζούσα αυτή την υπέροχη εποχή στο ράδιο, συνέπεσε το ξεκίνημά μου με αυτή την άνοιξη του ελληνικού τραγουδιού. Ημουν σε συναυλίες στο Κεντρικόν, άρχισα να γνωρίζω τους δημιουργούς. Ολοι σε αυτό το κλίμα γρατζουνούσαν από μια κιθάρα. Μια μέρα στη Νομική, στο μάθημα του Ράμμου, ήταν βαρετός, για να περάσει η ώρα είπα να γράψω ένα στιχάκι: βγήκε το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι». Είχα δε ήδη γνωρίσει τον Σπανό στο Παρίσι. Είχα πάει εκεί, και ένας φίλος, ο Δημήτρης Βορύλλας, που είχε το μπαρ «Ειρήνης» στο Κολωνάκι (για την Ειρήνη Παππά), μου είπε πως ήξερε εκεί έναν μουσικό από το Κιάτο που έπαιζε πιάνο. Εγραφα τότε στο Πρώτο και είπα να του πάρω συνέντευξη. Γνωριστήκαμε, ξεκινήσαμε τη φιλία μας, γυρνώντας άρχισα να παίζω τα γαλλικά δισκάκια του Σπανού στο ράδιο. Τα άκουσε ο Πατσιφάς και μου ζήτησε συνάντηση στην Κριεζώτου. Τα βρήκαν. Με ρωτάει ο Σπανός αν ξέρω κάναν στιχουργό. Του είπα τον Αλεξόπουλο, τον Κινδύνη, τον Γεωργουσόπουλο. Και έχω κι ένα κορίτσι – του λέω – που άκουσα στα Νέα Ταλέντα, την Καίτη Χωματά. Του έδωσα και εγώ στιχάκια: «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» και το «Μικρό σπίτι στο γιαλό». Και μου τα παίζει μετά από μερικές μέρες, έτοιμα. Ηταν τα πρώτα του Νέου Κύματος, Μαζί θα ξεκινούσε και ο Νότης Μαυρουδής με τη Χωματά και τον Ζωγράφο και λίγο λίγο οι άλλοι.

Ο Αλέκος Πατσιφάς έπαιξε κάποιον ρόλο;

Ο Πατσιφάς, κορυφαία μορφή, πνευματική ελίτ. Μια διευκρίνιση: στο περιβάλλον όπου μεγάλωσα δεν εννοούσαμε ως ελίτ τους ανθρώπους του χρήματος αλλά του πνεύματος. Ο Πατσιφάς, ένας ευπατρίδης μεγαλοαστός, είχε και δόση τρέλας, μπορούσες να κουβεντιάζεις από Προυστ μέχρι σκυλάδικο. Ξεκίνησε τον Ικαρο, ήταν πίσω από το Ελληνικό Χορόδραμα, πίσω από διαλέξεις του Athenaum. Τότε του είχανε αναθέσει από τη Philips τους πρώτους δίσκους 33 στροφών. Τσιτσάνη με Νίνου, «Βαφτιστικό» του Σακελλαρίδη, τραγούδια Γιαννίδη, Αττίκ. Επιβλέποντας αυτά ο Πατσιφάς, πολλά ηχογραφήθηκαν στον Παρνασσό, πήρε το μήνυμα του δίσκου που έμπαινε τότε στην αγορά. Ο Πατσιφάς στον Ικαρο άρχισε να πουλάει ξένους δίσκους και στο υπόγειο κλασικούς. Υπεύθυνος εκεί ήταν ο Δημήτρης Θέμελης, άνοιξε μετά τον Κύκλο, άνδρας της Ρηνιώς Παπανικόλα. Εκεί που πηγαίναμε συναντούσαμε τη Ρηνιώ, τη μυθική ραδιοφωνική παραγωγό Τώνια Καράλη, γενικώς ήταν ένα εντευκτήριο. Ο Πατσιφάς έκανε τη Fidelity, αξιοποίησαν τον Μάνο Χατζιδάκι. Με αυτούς τους δύο έγινε η μεγάλη στροφή του ελληνικού τραγουδιού. Ο Αλέξης Σολομός είχε πει ότι στο φεστιβάλ τραγουδιού το 1959, στην Αθήνα, όλοι αξιοποιούσαν την ελαφρά ορχήστρα του ΕΙΡ. Οταν ήλθε η ώρα του Μάνου, τους έδιωξε και κράτησε πέντε δικούς του και έπαιξε το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου». Τη στιγμή που τους έδιωξε άλλαξε το πρόσωπο του ελληνικού τραγουδιού, έλεγε ο Σολομός.

Να επανέλθουμε λίγο στο Νέο Κύμα…

Ο Μάνος έμεινε στην Fidelity ένα διάστημα, άνοιξε τον Ιλισό και μετά πήγε στην Columbia του Τάκη Β. Λαμπρόπουλου. Τότε η Fidelity πήρε τον Πατσιφά διευθυντή και έκανε το ρεπερτόριο. Δεν ήταν δική του, κάποια στιγμή που ήθελε δική του, ξεκίνησε το Νέο Κύμα, επειδή τα μεγάλα ονόματα ήταν σε άλλες εταιρείες, άρχισε να ψάχνει νέα. Ετσι βρήκε Σπανό, Μαυρουδή και άλλους, αλλά και εκεί έκανε τον δίσκο «Σημεία και τέρατα» με τον Μούτσιο, στον οποίο στηρίχθηκε μετά ο Γιώργος Μαρίνος…

Στο ραδιόφωνο πότε μπαίνετε;

10 Φεβρουαρίου 2020, κλείνω 60 χρόνια. Οταν με πήραν στο ράδιο υπέγραψα ένα χαρτί για δοκιμαστική περίοδο. Αστικής παιδείας άνθρωπος η Φραγκίσκη Καρόρη, είχε ψώνιο να ψαρεύει νέους ανθρώπους και δεν φαντάζεσαι πόσοι ξεκίνησαν δίπλα της. Τον πρώτο καιρό έκανα μουσικά διαλείμματα και εκπομπές στα βραχέα. Με κάλεσε μια μέρα να κάνω ένα επεισόδιο από την εκπομπή «Μουσική παρέλαση». Επρεπε να χωρέσουν 50 – 60 κομμάτια, συντμημένα. πολύ δύσκολο. Βοηθήθηκα από τον Σπύρο Δανάλη, τεχνικό ήχου, πολύ μερακλή. Οταν παίχτηκε αυτή η εκπομπή την επομένη κατάλαβα πως υπήρχε αύρα επιτυχίας. Ο Πύρρος Σπυρομήλιος με φώναξε στο γραφείο του και μου είπε: Εχεις γνώσεις, γούστο, φαντασία, μνήμη. Αυτά που χρειάζεται ένας παραγωγός. Υπέγραψα την πρώτη μου σύμβαση. Από τις πρώτες μου σειρές που έκανα, λεγόταν «Μουσικές αναμνήσεις», μόνον ξένο τραγούδι. Κράτησαν μέχρι το ’65, που πήγα φαντάρος. Εκεί ξανάκανα τις «Αναμνήσεις» στον Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων.

Αναρωτιέμαι ποια ήταν τότε η λειτουργία του ραδιοφώνου για την κοινωνία.

Από δεκαετία σε δεκαετία είχε διαφορά. Οσο ήταν το ραδιόφωνο καινούργιο φρούτο, είχε μεγάλη δύναμη. Και σταρ: Μαμάκη, Οικονομίδη, Θεία Λένα. Τότε τα ραδιόφωνα ήταν πολυσυλλεκτικά. Τα περιείχε όλα, χώλαινε στον ενημερωτικό τομέα επειδή ήταν ελεγχόμενο από τις κυβερνήσεις, αλλά είχε πολιτιστικές εκπομπές σκέτο σχολείο. Λογοτεχνία έμαθα από εκεί. Πριν από την τηλεόραση ήταν κυρίαρχο. Παράλληλα το ’70 ξεκινούν ερασιτεχνικοί σταθμοί, ένας άλλος τρόπος να πλησιάσει ο ακροατής τη μουσική. Εγώ όλα αυτά τα έζησα.

Τηλεόραση;

Τη σκέψη να μπω μου την έβαλε ο Βασίλης Κροντηράς, ένας πρωτεργάτης τεχνικός. Δεν θα μου γλιτώσεις, θα σε βγάλω, μου έλεγε. Εγώ δεν ήθελα, επειδή με την τηλεόραση δεν είσαι ελεύθερος όσο θα ήθελες, δεν με ενδιέφερε η δημοσιότητα. Με ενδιέφερε να κάνω εκπομπές και να αρέσουν σ’ εμένα. Δεν είχα φιλοδοξία να ξεχωρίσω.

Πώς ξεκινήσατε;

Ο πατέρας μου είχε εργοστάσιο με μπαταρίες, με σήμα τον τίγρη. Ενα από τα πρώτα δώρα μου ήταν ένα ραδιόφωνο τρανζίστορ. Το ψώνιο μου ήταν να μπω σε αυτό το κουτί. Να γίνω εκφωνητής, έλεγα. Ημουν τυχερός λόγω καταγωγής, αυτά τα πράγματα τα έβρισκα μπροστά μου, οι γονείς μου με πήγαιναν θέατρο, όχι γήπεδο. Με τους κολλητούς μου, επίσης ψώνια, τρέχαμε, συζητούσαμε για Μολιέρο και άλλα. Υπήρχαν τότε καλλιτεχνικά γραφεία (Κρίτας, Κουράκος κ.τ.λ.) που έφερναν μεγάλα πρόσωπα στο Φεστιβάλ Αθηνών, σε Κεντρικόν, Ορφέα, Παλλάς, στολίδια. Στην πρεμιέρα του NY City Ballet το ’56 στο Κοτοπούλη – Ρεξ ήταν στην Πλατεία η Σοφία Λόρεν – είχε έλθει για «Το παιδί και το δελφίνι». Πάντα έλεγα στα νέα παιδιά που ήθελαν να κάνουν εκπομπές να έχουν γκάμα.

Στην τηλεόραση μπήκα λόγω της Ιριδος Χαραμή. Εκανε γυναικεία εκπομπή στην ΕΡΤ. Σκέφτηκε να κάνουμε μαζί μια εκπομπή με θέμα «γυναίκα και τραγούδι». Αρνιόμουν. Επέμενε. Αν δεν μου άρεσε δεν θα το δείχναμε. Παρά το τρακ, βγήκα φυσικός. Με είδε η Ελλη Ευαγγελίδου. Εκανε τη «Σύγχρονη Εύα», δεν θα κάνουμε μία, αλλά τρεις εκπομπές, μου πρότεινε. Με είδε ο παραγωγός Δημήτρης Ποντίκας και μου είπε τότε πως θα έκανε τις «Χρυσές φωνές». Την τρίτη εκπομπή την είδε ο Μαστοράκης, κάνεις γκελ μου είπε. Ηθελε να κάνουμε το «Η μουσική γράφει Ιστορία»! Ετσι ξεκίνησα: Τσιτσάνης με Μπέλου, Κάκια Μένδρη, Στέλλα Γκρέκα. Οταν σταμάτησε αυτή, εγώ συνέχισα με τις «Χρυσές φωνές», μετά έγινε Μεταπολίτευση, ακολούθησαν οι άλλες μου εκπομπές. Μουσικές βραδιές, οι παλιοί μας φίλοι κ.τ.λ. Σύνολο καμιά 80αριά. Χωριστοί τίτλοι.

Θυμάμαι διάσπαρτα κάποιες στιγμές: τη Γιώτα Λύδια στο «Σιγανοψιχάλισμα». Σε σκηνοθεσία του Κώστα Αυγέρη.

Με τον Κώστα, ναι. Δουλέψαμε αρκετά και μετά. Με τον Κώστα και τη Δάφνη Τζαφέρη δούλεψα ιδανικά, εγώ έκανα το σενάριο εκπομπών. Και οι δύο είχαν αυτή τη λάμψη στα μάτια όταν τους έδινες μια καλή ιδέα. Τον Κώστα μού τον σύστησε η γυναίκα του Πατσιφά. Ετσι κάναμε τη Γιώτα Λύδια. Ο Κώστας μπήκε γρήγορα στο νόημα της ματιάς μου: κάναμε τρεις ξεχωριστές εκπομπές που ήταν: Ραπίτης, Τσάντας, Χατζηχρήστος – Θόδωρος Παπαδόπουλος.

Αυτή με τον Τσάντα (Χαράλαμπο Βασιλειάδη) είναι η σκηνή με την πλωτή εξέδρα που τραγουδάει η Πρωτοψάλτη;

Ναι.

Δύσκολα!

Σαφώς, αλλά κοίταξε, πολλές φορές χρησιμοποιούσαμε τις γνωριμίες μας.

Αλλη στιγμή που θυμάμαι είναι όταν φέρατε τη Ρόζα Εσκενάζι στην ΕΡΤ.

Μέσα από τις εκπομπές μου φαίνονται τα γούστα μου. Εχω προσωπικό θίασο φίλων που μου αρέσει να δουλεύω. Η Χαρούλα Αλεξίου είχε γίνει σταρ με τη «Μικρά Ασία» και άλλα. Και θέλησα να της κάνω το πρώτο τηλεοπτικό της πορτρέτο. Μου άρεσαν οι συνδυασμοί, να προτείνω και κάτι άλλο. Ενα διαφορετικό ρεπερτόριο. Η Χαρούλα είχε πει τη «Δημητρούλα», σκέφτηκα τη Ρόζα, μου την είχε συστήσει η Λιλάντα Λικιαρδοπούλου στην Πλάκα. Την πήρα τηλέφωνο. Οταν ήλθε στην ΕΡΤ την είδε κάποιος υπεύθυνος και μου είπε: θα σταματήσεις να μας φέρνεις αυτές τις γριές; Ακούστηκε όμως πως είχε έλθει μια καταπληκτική ηλικιωμένη, αυθόρμητη, δροσερή και αίφνης ερχόντουσαν από τα γύρω γραφεία να τη δούνε. Οταν παίχτηκε η εκπομπή, δεν είχε καταλάβει πως ήταν για τη Χαρούλα. Την επομένη όμως πήγε στο «Καφενείο των μουσικών» στην Ομόνοια και έγινε προσκύνημα. Και μου είπε: Ξανάγινα η παλιά Ρόζα. Τεράστιο πρόσωπο.

Και Γκιλέσπι και Ρόζα, κύριε Παπαστεφάνου.

Ηταν τα πρόσωπα που μεγάλωσα. Η Κινηματογραφική Λέσχη, τη διαφήμιζε πολύ «Η Καθημερινή», ήταν δημιούργημα της Ενωσης Κριτικών. Πέρασε στα χέρια της Αγλαΐας Μητροπούλου, μια πολύ δοσμένη και καλλιεργημένη γυναίκα. Οταν πήγα να γραφτώ μέλος (υπόγειο του Μουσούρη) ήταν εκεί ο Λέων Καραπαναγιώτης. Η Ροζίτα Σώκου σε πρόλογό της για το «Λιμάνι της αγωνίας» μού δίδαξε πως όταν μιλάς και για το πιο σοβαρό θέμα πρέπει να το διανθίζεις με κάτι ελαφρύ. 1953-57 τις κριτικές της Ροζίτας τις κρατούσα. Αυτές και του Πλωρίτη στην «Ελευθερία». Τα μαθήματα μου ήταν αυτά. Κάποια στιγμή που τη γνώρισα της λέω «Εχω τις κριτικές σου». «Δεν έχω ούτε μία» μού απαντά. Το ’69 μου στέλνει έναν νεαρό δημοσιογράφο να τις πάρει, ήταν ο μετέπειτα διευθυντής της ΕΡΤ Ροδόλφος Μορώνης. Βλέπαμε αρχαία τραγωδία, επιθεώρηση. Αλλά πηγαίναμε και στο Σου Μου, στην Ανθούλα Αλιφραγκή. Ετσι ήμασταν εμείς.Οπου πηγαίναμε εμείς προσαρμοζόμασταν στην ατμόσφαιρα τη δική τους. Π.χ. στο Πέραμα.

Εκεί τι είχε;

Ο,τι είχε απομείνει από λαϊκά κέντρα. Συναντούσες αληθινούς λαϊκούς, χόρευαν ζεϊμπέκικο, όχι μπαλέτο. Εκεί δεν χόρευαν οι γυναίκες. Μόνο η Σωτηρία Μπέλλου και μια Φανή που είχε μπαρ στην Αγίου Μελετίου. Αν έκανες κάτι λάθος, μπορούσες να φύγεις δαρμένος. Υπήρχε ακόμη το τραμ του Περάματος. Πρόλαβα επίσης στη Νίκαια τον Περιβόλα και τον Κεφάλα. Οταν είχαμε ξένους φίλους τούς πηγαίναμε εκεί ή τους βάζαμε να ακούσουν την «Πασχαλιές μέσα από τη Νεκρά Γη» του Μάνου. Ηταν εκεί κλεισμένη όλη η Ελλάδα.