Αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο η δυσαρέσκεια (και) των κατοίκων της Θεσσαλονίκης για τις παρεχόμενες υπηρεσίες Υγείας, όπως προκύπτει από νέα έρευνα. Ειδικότερα, 64,7% των πολιτών δηλώνουν φέτος δυσαρεστημένοι, έναντι ποσοστού 52,2% το 2018, ενώ μόλις 16,3% των συμμετεχόντων δηλώνουν ικανοποιημένοι.
Εκτός όμως από την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, αγκάθι για τους ασθενείς αποτελεί και το κόστος της περίθαλψής τους, δεδομένου ότι έχει αυξηθεί τα τελευταία δύο χρόνια. Συγκεκριμένα, 45,6% έκαναν λόγο για άνοδο των δαπανών, μόλις 8,7% για μείωση, ενώ 29% απάντησαν ότι παρέμεινε στα ίδια επίπεδα.
Για τη χρόνια. Οσον αφορά την έρευνα, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο, πρόκειται για καθιερωμένη μελέτη δεδομένου ότι ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης τη διεξάγει για έβδομη συνεχόμενη χρονιά – συμμετείχαν 950 άτομα ηλικίας άνω των 17 ετών από τον Νομό Θεσσαλονίκης.
Οι ίδιοι, ερωτώμενοι για τις αλλαγές στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, απάντησαν σε ποσοστό 68,4% ότι δεν έχουν εγγραφεί στον οικογενειακό γιατρό, ενώ αρνητική εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι περίπου τρεις στους δέκα (27,2%) εμφανίστηκαν να μη γνωρίζουν καν την ύπαρξη του θεσμού.
Ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Νίκος Νίτσας, επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι «τα δύο τελευταία χρόνια η ποιότητα των υπηρεσιών έχει χειροτερέψει κατά 65,2% παρά τις επίμονες και συνεχείς διαβεβαιώσεις της ηγεσίας του υπουργείου ότι έχει βελτιωθεί».
Σύμφωνα δε με τον ίδιο, η απερχόμενη κυβέρνηση σπατάλησε ευρωπαϊκά κονδύλια – δύο χρόνων – για δημιουργία θνησιγενών μονάδων υγείας (ΤΟΜΥ), ενώ θα μπορούσε με αυτά να ενισχύσει τις υπάρχουσες δομές, να ανακουφίσει και να γλιτώσει τους πολίτες από περιττή γραφειοκρατία και αναχρονιστικά πισωγυρίσματα στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας.
Αξίζει να σημειωθεί, όπως προκύπτει από την ίδια έρευνα, ότι οι πολίτες επισκέπτονται κυρίως ιδιωτικά ιατρεία, στη συνέχεια νοσοκομεία και συμβεβλημένους γιατρούς του ΕΟΠΥΥ, ιδιωτικά νοσοκομεία και τέλος τις μονάδες ΠΕΔΥ.