Ο επικείμενος διορισμός της Κριστίν Λαγκάρντ ως προέδρου της ΕΚΤ έχει ήδη προκαλέσει διεθνώς αντιφατικές αντιδράσεις. Οι αγορές φαίνεται μέχρι τώρα να αντιδρούν θετικά καθώς προεξοφλούν μια προσέγγιση στην άσκηση νομισματικής πολιτικής περισσότερο «διευκολυντική», δηλαδή όχι αυστηρά προσηλωμένη στον στόχο του χαμηλού πληθωρισμού. Κάτι που άλλωστε έχει ήδη στην πράξη γίνει από τον σημερινό διοικητή Μάριο Ντράγκι. Για να είμαστε όμως πιο ακριβείς, δεν έχει χρειαστεί μέχρι σήμερα να εφαρμοστεί το άκαμπτο κριτήριο του κανόνα του πληθωρισμού, καθώς αυτός, λόγω της υποτονικής οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρώπη, βρίσκεται μονίμως πολύ χαμηλότερα του ορίου του 2%. Αυτό όμως που βλέπουν οι αγορές είναι ότι η κυρία Λαγκάρντ, ως πολιτικός, θα κάνει οτιδήποτε χρειαστεί, δηλαδή ακόμη και περισσότερα από αυτά που έχει ήδη κάνει ο Μάριο Ντράγκι, για να υπερασπιστεί την οικονομική επιβίωση του ευρώ. Αν αυτό βέβαια χρειαστεί.
Από την άλλη, αναλυτές ήδη επισημαίνουν ότι η κυρία Λαγκάρντ δεν είναι αρκούντως έμπειρη στην άσκηση νομισματικής πολιτικής, ιδίως μάλιστα σε καιρούς που ενδεχομένως να χρειαστεί κανείς να ασκήσει μια νομισματική πολιτική η οποία stricto sensu να μην είναι συμβατική. Σε κάθε περίπτωση, η διαμάχη στη θεωρία ανάμεσα σε αυτούς που πρεσβεύουν την τήρηση κανόνων (rules) και σε εκείνους που υποστηρίζουν μια πιο διακριτική μεταχείριση της νομισματικής πολιτικής αναλόγως των οικονομικών περιστάσεων (discretion) φαίνεται σήμερα να κλείνει προς την πλευρά των τελευταίων. Πολύ δε περισσότερο όταν η κυρία Λαγκάρντ δεν είναι καν οικονομολόγος.
Ορισμένοι, στο πλαίσιο αυτό, ερμηνεύουν τον διορισμό της σαν μια προσπάθεια των πολιτικών να ελέγξουν τον κρίσιμο τομέα της νομισματικής πολιτικής. Πιθανώς δεν έχουν άδικο σε κάποιον βαθμό. Το διακύβευμα της επιβίωσης του ευρώ, στη σημερινή ταραγμένη εποχή μας είναι πολύ μεγάλο για να αφεθεί στα χέρια ενός απλού τεχνοκράτη. Αλλωστε, η τράπεζα είναι ένας περίπλοκος μηχανισμός, με ισχυρή και ικανή γραφειοκρατία οικονομολόγων ώστε να είναι σε θέση να εισηγείται πάντα τις ορθές οικονομικές πολιτικές αναλόγως των περιστάσεων. Παρά, πράγματι, την περιπλοκότητα του οργανισμού και των δυσκολιών άσκησης της ορθής νομισματικής πολιτικής που απαιτεί όντως τεχνικές γνώσεις και μεγάλη σχετική εμπειρία, ουδέποτε θα λείψουν οι ορθολογικές τεχνοκρατικές φωνές για να κατευθύνουν τη διοικητή. Αν χρειαστεί.
Εχω την εντύπωση ότι η ιδέα ιδίως του Εμανουέλ Μακρόν είναι ότι σε μια τέτοια δύσκολη στιγμή η απόφαση πρέπει να είναι πολιτική και επίσης πρέπει να ληφθεί από τους ηγέτες της ευρωζώνης συλλογικά και σε συνεργασία με την ΕΚΤ. Αυτό δεν αναιρεί αναγκαστικά την ανεξαρτησία της. Αλλωστε είναι μάλλον αφελές να πιστεύει κανείς ότι τελικά στην ουσία οι αποφάσεις που έλαβε ο Μάριο Ντράγκι ήταν αποφάσεις απολύτως ή εντελώς προσωπικές. Υπήρχε πάντα και σίγουρα η συνεννόηση με την πολιτική ηγεσία. Και αυτή η συνεργασία πάντα θα υπάρχει στο παρασκήνιο.
Η επιλογή της Κριστίν Λαγκάρντ δείχνει ότι οι μεγάλες χώρες της Ευρώπης που παραμένουν στα χέρια των φιλοευρωπαϊκών δημοκρατικών δυνάμεων αντιλαμβάνονται ότι για να συνεχιστεί αυτό σε μια πολύ δύσκολη εποχή θα πρέπει ενδεχομένως να έχουν όλα τα όπλα στη διάθεσή τους στην περίπτωση μιας κατάστασης οικονομικής δυσπραγίας που ενδεχομένως να οδηγήσει σε περαιτέρω άνοδο των ευρωσκεπτικιστών και των ακραίων. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αναγνωριστεί επίσης ο ρόλος του γάλλου προέδρου, του οποίου η δραστηριότητα, οι πρωτοβουλίες και οι ενέργειες ήδη μεταθέτουν το κέντρο βάρους της ευρωπαϊκής εξουσίας λίγο περισσότερο δυτικά της Γερμανίας. Αυτό δείχνουν άλλωστε και υπόλοιπες επιλογές για τις κρίσιμες θέσεις της ΕΕ.
Ο Θοδωρής Πελαγίδης είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και NR Senior Fellow, Brookings Institution