Η αποτυχία του συστήματος εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση έχει πολλές όψεις, οι οποίες είναι αλληλένδετες μεταξύ τους. Αν, με άλλα λόγια, το σύστημα είναι αποτυχημένο επειδή υποχρεώνει τους υποψηφίους σε στείρα παπαγαλία, είναι αποτυχημένο και για το αποτέλεσμα που παράγει. Και το αποτέλεσμα μιλάει από μόνο του: το 35% με 40% των τμημάτων των πανεπιστημίων αναμένεται να δεχθεί φοιτητές που έχουν βαθμολογηθεί κάτω από τη βάση.
Το στατιστικό αυτό στοιχείο αποτελεί ιστορικό «χαμηλό» και είναι ενδεικτικό της ανευθυνότητας με την οποία σχεδιάστηκε η λεγόμενη «πανεπιστημιοποίηση» των ΤΕΙ. Οπως φαίνεται, ο στόχος του κυβερνητικού σχεδιασμού ήταν η εξίσωση προς τα κάτω των πανεπιστημιακών σχολών και η συνολικότερη πτώση του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Μπορεί όμως αυτός να είναι ο στόχος για μια χώρα που θέλει να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις του 21ου αιώνα; Μπορεί, αντί να επενδύει συνεχώς στη βελτίωση της Παιδείας, να υπονομεύει ακόμη και τα ελάχιστα καλώς κείμενα;
Πέφτει στην επόμενη κυβέρνηση το βάρος της εκ βάθρων αλλαγής μιας αντίληψης που είναι καταδικαστική για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Τα πανεπιστήμια δεν μπορούν να λειτουργήσουν μόνο με νησίδες αριστείας. Οφείλουν να παρέχουν σε όλους τους φοιτητές τους εκείνες τις δεξιότητες που απαιτούνται για να χτίσουν με αυτοπεποίθηση το δικό τους μέλλον. Για να μην αισθάνονται ανεπαρκείς σε ένα περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστικό. Το στοίχημα αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χαθεί.