Δεν ανήκα στη γενιά που ενηλικιώθηκε με τα περιοδικά του, κυρίως επειδή η θεσσαλονικιώτικη μποεμία έπεφτε μακριά από το μιαρό-και-ταυτοχρόνως-ιερό αθηναϊκό κέντρο. Ανακάλυψα αργότερα την αισθηματική αγωγή που κουβαλούσαν: το «01» στα υπόγεια παλαιοβιβλιοπωλεία της Ναυαρίνου και το «Symbol», ένθετο περιοδικό στον «Επενδυτή». Εκτοτε έκλεβα εικόνες, λέξεις και layout για συναισθηματικό αρχείο, ακόμη κι όταν δεν συμφωνούσα με την πολιτική ανάγνωση (ή ενίοτε την αποστασιοποίηση από την πολιτική κουζίνα). Ως φοιτητής Δημοσιογραφίας αναζητούσα τα σημειώματά του στις «Μοναξιές» επειδή είχα ανάγκη να διαβάζω πίσω από την πόζα της κυριλέ δημοσιογραφίας που τότε ευλογούσε τα πλήθη (θυμάμαι ακόμη το «λυσσασμένο αρνάκι του Θεού» για τους ιερωμένους και τους «global Καζαντζίδηδες της οικολογίας» για τον Στινγκ). Κι ύστερα ήρθε το «Αντίο, παλιέ κόσμε» με τις συνεντεύξεις από τα ιερά τέρατα τη στιγμή που έπρεπε. Φαντάζομαι ότι η σχέση ενός αναγνώστη με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο είναι εκ φύσεως αμφιθυμική: γιατί να αποδεχθείς το σύνολο των κειμένων και των απόψεών του; Φαντάζομαι ότι εξίσου ακριβοδίκαια αποδέχεσαι την εσωτερική λογική της γραφής του που μεταβάλλει εντός της τον ρυθμό του κόσμου. Μαζί με αυτήν μπαινοβγαίνεις στη συναισθηματική γεωγραφία που έφερε τον Τσαγκαρουσιάνο ως τη «Lifo» και την εφήμερη – όσο και ακριβή – τέχνη του trendsetting: από το Τέταρτο του Χατζιδάκι, την Ουμ Καλσούμ, τον Παρατζάνοφ και τον Μπέργκμαν ως την «Αυτοβιογραφία» του Βαμβακάρη, τον Σεφέρη και τον Φράνσις Μπέικον, για να περιοριστούμε σε ελάχιστες σταθερές.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ