«Το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας είναι τόσο παλιό, όσο και ο θεσμός της οικογένειας. Πρόκειται δε για πολυδιάστατο φαινόμενο που κάνει την εμφάνισή του σε όλες τις κοινωνίες. Η οικογένεια στην Ελλάδα αποτελεί έναν ισχυρό θεσμό, ο οποίος ενώ αντικατοπτρίζει παραδοσιακές δομές βρίσκεται ταυτόχρονα σε μεταβατική περίοδο προς την εποχή της μετανεωτερικότητας.

Από τα στατιστικά δεδομένα της αστυνομίας προκύπτει μια αύξηση των κρουσμάτων. Θα ήταν χρήσιμο να γίνει σύγκριση και με παλαιότερα στατιστικά δεδομένα, προ της οικονομικής κρίσης. Επιπλέον κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά, καθώς υπάρχουν πολλές μεταβλητές πίσω από έναν αριθμό σε ένα στατιστικό στοιχείο.

Η αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, όπως κάθε εγκληματικού φαινομένου, είναι συνδυασμός πολλών παραγόντων. Μπορεί όμως η αύξηση να είναι πλασματική. Χαρακτηριστική περίπτωση «πλασματικής» αύξησης, είναι όταν μια συμπεριφορά που δεν τυποποιούνταν ποινικά, πλέον αποτελεί ποινικό αδίκημα (εγκληματοποίηση) και έτσι αυξάνονται οι στατιστικοί δείκτες. Η βασική νομοθεσία για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας είναι ο ν. 3500/2006, ο οποίος τροποποιήθηκε με τον ν. 4531/2018 όταν προστέθηκαν και τα πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης, οι μόνιμοι σύντροφοι, τα κοινά τέκνα ή τα τέκνα ενός εξ αυτών, οι τέως σύζυγοι, τα μέρη συμφώνου συμβίωσης που έχει λυθεί, καθώς και οι τέως μόνιμοι σύντροφοι. Υπάρχουν λοιπόν πολλές μεταβλητές και στοιχεία που πρέπει να συμπληρώσουν τα στατιστικά δεδομένα για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.

Εν προκειμένω, λοιπόν, και με βάση τα δεδομένα που έχουμε μπορούμε να κάνουμε μόνο εικασίες. Σίγουρα η κρίση (οικονομική, αξιών, πολιτισμού) επηρεάζει τις συμπεριφορές, όπως κάθε έντονη εξωτερική συνθήκη (πόλεμοι, συγκρούσεις, έντονα κλιματικά φαινόμενα). Η κρίση, όμως, αποτελεί αφορμή ή δευτερογενές αίτιο, εδώ πρόκειται για οικογενειακές σχέσεις, ήτοι μία κατά βάση εσωτερική – διαπροσωπική κατάσταση. Το πώς ένα εξωτερικό αίτιο θα επηρεάσει το υποκείμενο (οιωνεί δράστης) να ενεργήσει και πώς θα ενεργήσει εντέλει, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, εσωτερικούς και εξωτερικούς, οι οποίοι μάλιστα δεν είναι σταθεροί αλλά αλληλεπιδρούν συνεχώς μεταξύ τους. Εάν οι εγκληματογόνοι ωθητικοί παράγοντες είναι ισχυρότεροι από τους παράγοντες που συγκρατούν το άτομο, τότε θα έχουμε παραγωγή εγκληματικής δράσης.

Οι διάφορες λοιπόν «κρίσεις» είναι η «φυγόκεντρος δύναμη» η οποία εκδηλώνει ή τις διάφορες παθογένειες της σχέσης και της προσωπικότητας των κοινωνών αυτής ή αντίθετα τα εγγενή ποιοτικά της στοιχεία.

Δεν ληστεύουν όσοι έχουν ανάγκες οικονομικές, ούτε βιάζουν όσοι έχουν έντονη ερωτική επιθυμία. Δεν υπάρχει απόλυτος εγκληματολογικός αλγόριθμος που να οδηγεί αναπόφευκτα στο έγκλημα, ακόμα και όταν δύο ή πλέον άτομα ζουν στο ίδιο περιβάλλον, επιδρούν δηλαδή σχεδόν οι ίδιες συνθήκες, μπορεί το ένα να εγκληματήσει και το άλλο όχι.

Η ουσία έχει να κάνει με την ικανότητα και συναισθηματική ωρίμανση του καθενός μας να χτίζει ουσιαστικές σχέσεις, αγάπης και σεβασμού. Διαβιούμε σε ένα περιβάλλον κοινωνικό όπου είμαστε πολύ κοντά σωματικά ο ένας με τον άλλο, απέχουμε όμως παρασάγγας ψυχικά. Ο έτερος είναι ξένος, ζούμε σε ένα σύμπαν ατομισμού και έλλειψης ενσυναίσθησης και συναισθηματικής νοημοσύνης, αυτός είναι ένας παράγοντας που δύναται να προκαλέσει παραβατική συμπεριφορά.

Η αιτία, λοιπόν, των διαφόρων εγκληματικών συμπεριφορών είναι σύνθετη και πολυδιάστατη, σε κάθε περίπτωση όμως το ουσιαστικό είναι ο άνθρωπος να διαθέτει ωριμότητα και «ηθικό έρμα», ώστε να μην κλυδωνίζεται εύκολα, να μην είναι έρμαιο των εξωτερικών συνθηκών, όπως μια δύσκολη οικονομική κατάσταση».

Ο Γιώργος Χλούπης, είναι δικηγόρος Δ.Ν., επιστημονικός συνεργάτης Νομικής Σχολής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου