H Σουζάνε Κένεντι, γερμανίδα σκηνοθέτρια που η ανοδική της πορεία ξεκίνησε το 2011, αποτελεί σήμερα σημαντική δύναμη στη γερμανική θεατρική σκηνή. Σπούδασε και εργάστηκε στην Ολλανδία, ενώ έχει σκηνοθετήσει και στο Βέλγιο. Εχει τιμηθεί με το ευρωπαϊκό βραβείο Theatrical Realities το 2017 (XIV Europe Prize Theatrical Realities). Από το 2018 συνεργάζεται σταθερά με τη Volksbuehne. Στην Αθήνα βρέθηκε προσκεκλημένη του Ελληνικού Φεστιβάλ, να παρουσιάσει το έργο της «Virgin suicides» («Αυτόχειρες παρθένοι»), βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ελληνοαμερικανού Τζέφρυ Ευγενίδη (1993), έργο που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη η Σοφία Κόπολα (1999).

Στο τριήμερο οδοιπορικό που οργάνωσε το Ινστιτούτο Goethe σε συνεργασία με το Ελληνικό Φεστιβάλ για μια καλύτερη γνωριμία με τον ιδιόμορφο κόσμο της Κένεντι, η ίδια συνομίλησε για το έργο της με την καθηγήτρια στο Τμήμα Μέσων, Θεάτρου και Δημοφιλούς Κουλτούρας του Πανεπιστημίου Hildesheim Στέφανι Ντίκμαν, μετά τις συστάσεις και την εισαγωγή του σκηνοθέτη / θεατρολόγου Γιάννη Μόσχου (στον χώρο State of Concept, 2/7). Η Ντίκμαν ανέλυσε τις σκηνικές επιλογές της Σουζάνε Κένεντι σε μια διαδραστική masterclass (στον χώρο Apparat, 3/7) και εν τέλει η ίδια η δουλειά της σκηνοθέτριας παρουσιάστηκε στο κοινό σε δύο sold out παραστάσεις (4 και 5/7).

ΤΑΡΑΖΕΙ ΤΑ ΝΕΡΑ. Επίμονα προσανατολισμένη στο θέμα του θανάτου – άλλωστε το βιβλίο του Ευγενίδη γυροφέρνει τη σταδιακή απονέκρωση όλων όσα συνιστούν την αγάπη για ζωή σε μια δυσλειτουργική, αν όχι διαταραγμένη οικογένεια – και εμπνευσμένη απ’ τη θιβετιανή Βίβλο των Νεκρών, τα LSD τριπάκια του Τίμοθι Λίρι και την προσωπική της αναζήτηση για το «πώς έχουμε αναγάγει σε ταμπού τον θάνατο στις δυτικές κοινωνίες, ενώ ψάχνουμε κατ’ ουσίαν παρηγοριά σε πολλά και διαφορετικά δόγματα, ιδίως της Ανατολής, για να παρηγορηθούμε για το αναπόδραστο, αντί να το αποδεχτούμε και να προετοιμαζόμαστε λίγο λίγο γι’ αυτό», για την ώρα φαίνεται να επικεντρώνεται στη μικρο- και μακρο-δυσλειτουργικότητα κοινωνιών και ατόμων. Παράλληλα διαμορφώνει ένα στυλ που ταράζει τα νερά της σκηνικής δράσης και αναρωτιέται με θάρρος για το «πού βρίσκεται η δική μας σχέση με τη δυτική θρησκεία, τον χριστιανισμό, και γιατί βρίσκουμε μεγαλύτερη παρηγοριά ή απόλαυση στο ζεν, στον βουδισμό, στη γιόγκα…».

Οσον αφορά το σκηνικό μέρος, στα έργα της Σουζάνε Κένεντι ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται ανά εικόνα και μέρος της παράστασης, με την εμπεδωμένη ελευθερία από τα όρια του χρόνου που μας είναι γνωστή από καιρό στη θεατρική αλλά και τη χοροθεατρική πρακτική και την performance. Τα συμφραζόμενα της σκηνής βοηθούν τον θεατή να εντοπίσει συναστρίες νοήματος, ενώ δεν πρέπει να αφήσει τίποτα να πάει χαμένο από το σκηνικό σύμπαν, καθώς όλα βοηθούν στη δημιουργία μιας αίσθησης που δίνει και το στίγμα των χαρακτήρων. Η δράση δεν εκτυλίσσεται με τον παραδοσιακό τρόπο, άλλωστε η ίδια «είχε βαρεθεί αφόρητα την παράδοση που ήθελε τον ηθοποιό να μιλάει πολύ και να κάνει πολλές χειρονομίες», εξού και η επιλογή της έπειτα από χρόνια αναζήτησης να παρουσιάζει τους ήρωές της με voice over, κάπως να το φανταστείτε όπως στο σινεμά (για παράδειγμα, στις ιταλικές ταινίες), όπου ο ήχος για να είναι τέλειος γραφόταν στο στούντιο χωριστά και έπαιζε «πάνω» από τους ηθοποιούς. Ακόμη πιο ρηξικέλευθο, ο συνδυασμός του voice over με την ανωνυμία της λαστιχένιας μάσκας στα πρόσωπα των ηθοποιών, που άλλοτε παραστολισμένα και άλλοτε με πιο ρεαλιστική λιτότητα στρέφονται όσο και όταν είναι απαραίτητο στον θεατή, με τη συνοδεία ήχων, μουσικής, μουρμουρητού, βίντεο.

ΜΠΕΚΕΤ ΚΑΙ VIDEOGAMES. Βλέποντας τα έργα της Σουζάνε Κένεντι, οι εικόνες και οι αναφορές, ηθελημένες ή αθέλητες, συνωστίζονται: η απόκοσμη παραίτηση του Μπέκετ, τα videogames, οι αποπνικτικές καφέ – πορτοκαλί ταπετσαρίες της δεκαετίας του ’70, οι b-movies και τα remakes τους με τον τονισμό μιας ψυχολογικής απόχρωσης, η ήρεμη βία της καθημερινότητας, η απρόσωπη ομοιομορφία μιας πραγματικότητας – επανάληψης στις ζωές των «απλών ανθρώπων», ο φόβος του θανάτου, η ειρωνεία για τη βεβαιότητα της ζωής, η αποστασιοποίηση του Μπρεχτ, οι μαριονέτες του Von Kleist.

Εν τέλει, όμως, συμβαίνει αυτό που η ίδια η Κένεντι θέλει να συμβαίνει στα έργα της: «Αρέσουν – δεν αρέσουν, θέλω οι θεατές να σκέφτονται. Να βγουν και να τους βασανίζει κάτι που είδαν για ώρα, όπως μου είπε ότι του συνέβη πριν από καιρό ένας θεατής που, κατά τα λοιπά, μάλλον είχε ενοχληθεί από την παράστασή μου». Είναι βέβαιο ότι ο θεατής θα πάρει μαζί του τις ασφυκτικές εικόνες της Σουζάνε Κένεντι, μα πέρα απ’ όλα αυτά, όπως την κοιτάζει κανείς, με τα ανήσυχα μάτια της και το λεπτό, ελάχιστα χαμογελαστό πρόσωπο, αντιλαμβάνεται ή μάλλον ψυχανεμίζεται – μια και, όπως λέει, «η αντίληψη από μόνη της δεν μπορεί να αποτελέσει μοναδικό εργαλείο κατανόησης μιας κατάστασης» – το αγωνιώδες ταξίδι και την αναζήτηση της τελειότητας.